Τελευταία έχω αναπτύξει μία ενοχλητική, τόσο για εμένα όσο και για τους άλλους φαντάζομαι, συνήθεια. Επαναλαμβάνω τον εαυτό μου δύο, τρεις και τέσσερις φορές. Στην αρχή ανησύχησα πως αναπτύσσω αλζχάϊμερ, μετά όμως συνειδητοποίησα πως, μπορώ να μετρήσω περίπου πόσες φορές το έχω κάνει (και έχω ανακαλύψει με τη βοήθεια συνεργάτιδάς μου πως ο μέσος όρος μου είναι περίπου τρεις φορές) και δεύτερον δεν επαναλαμβάνω όλα τα πράγματα• επαναλαμβάνω μόνο όσα πράγματα προϋποθέτουν χρονικό και πρακτικό συντονισμό μεταξύ εμού και κάποιου άλλου.
Εν ολίγοις επαναλαμβάνω, αναπλαισιώνω, εκφράζω με δικές μου λέξεις (όπως θες πες το βρε αδερφέ) το μέρος της υποχρέωσης που έχει αναλάβει ο άλλος σε σχέση με εμένα ή σε σχέση με μία κοινή μας προσπάθεια, ελπίζοντας πως με έχει ακούσει. Από το τί ώρα θα συναντηθώ με κάποιον και το μέρος της συνάντησής μας, μέχρι το πότε θα επικοινωνήσει μαζί μου και το τί έχουμε συμφωνήσει να κάνει• και είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι, πέρα από το γεγονός πως είμαι κάπως ψυχαναγκαστικός με τη συνέπεια, το χρόνο και την ακρίβεια, τί ευθύνεται για αυτή μου την εμμονή• και το ανακάλυψα• μέσα σε δύο δευτερόλεπτα:
Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που κάνουν αυτό που λένε όταν λένε πως θα το κάνουν. Στην αρχή προσπάθησα να εξετάσω και μία δεύτερη θεωρία, το αν δηλαδή τα πράγματα που έχουν να κάνουν μαζί μου, είναι τα λιγότερο σημαντικά, ο νόμος των πιθανοτήτων, όμως, το καθιστά αυτό (λόγω της μονιμότητας του φαινόμενου) απίθανο. Και έτσι αποφάσισα να μην προσθέσω την παράνοια στο ήδη εκκολαπτόμενο αλζχάϊμερ.
Μετά προσπάθησα να βρω μία λύση, και ως οργανωτικός σύμβουλος αποφάσισα πως αν καθιστώ τους γύρω μου συν-υπεύθυνους για αυτό που έχουμε αναλάβει, ή έστω αν βεβαιώνομαι πως πάντα υπάρχει αμοιβαίο όφελος, τότε θα γίνουν πιο συνεπής. Και αυτή όμως η θεωρία καταρρίφτηκε όταν ανακάλυψα πως κάποιοι αργούσαν ή δεν έρχονταν σε συναντήσεις που λάμβαναν χώρο προς όφελός τους (και τις οποίες είχαν ζητήσει), ή δεν εμφανίζονταν για να… πληρωθούν για παράδειγμα.
Πειραματίστηκα και με το να μην κάνω τίποτα μέχρι ο άλλος να εκπληρώσει το δικό του μέρος της υποχρέωσης, και αυτό όμως είχε τις δυσκολίες του, διότι αν και ζημιωνόμασταν και οι δύο με κάποιο τρόπο από αυτή την καθυστέρηση, αυτό δε φαινόταν να αλλάζει κάτι.
Και έτσι κατέληξα σε δύο συμπεράσματα: Πρώτον, την ασυνέπεια την έχουμε στο αίμα μας σα λαός, και πιθανολογώ πως πηγάζει από κάποιο είδος παθολογικής υπεροψίας και ασέβειας προς τους γύρω μας (όπως είπα, όμως, δε θα ρισκάρω να παραθέσω καταληκτικές διαγνώσεις)…και δεύτερον, το μεγαλύτερο προσόν που μπορεί να έχει κάποιος στην Ελλάδα, αυτό με τη μεγαλύτερη αξία λόγω της σπανιότητάς του σε προσωπικό, επαγγελματικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, είναι η συνέπεια.
Δεν είναι ούτε το ταλέντο, ούτε η εξυπνάδα, ούτε τα λεφτά, ούτε οι ιδέες, ούτε η «χαριτωμενιά». Και όταν το καταλάβουμε αυτό όλοι και αρχίσουμε να το εκτιμάμε, να το ανταμείβουμε και να σεβόμαστε ο ένας το χρόνο και τα σχέδια του άλλου, ή απλά να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, τότε ίσως να σταματήσει να φταίει ο «Άγνωστος Ελληνάρας» για όσα δεν έγιναν, να μας τελειώσουν οι δικαιολογίες και κάπου να καταλήξουμε με αυτή την αναξιόπιστη ιδέα που κάποτε ονομάζαμε Ελλάδα και τώρα έχει καταντήσει σαν τον Πύργο του Κάφκα.
Βασίλης Αντωνάς
(Εφημερίδα Κηφισιά 2010)