Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Γλυκέ μας Σταύρο

Κάθε μερικά χρόνια κάτι συμβαίνει στην έντεχνη Ελληνική μουσική σκηνή. Κάτι συνταρακτικό. Μεταξύ άλλων, πηγαίνοντας πίσω μισό αιώνα, θα συναντήσουμε αριστουργήματα όπως το Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη (1964), Ο Δρόμος του Πλέσσα (1969), η Μικρά Ασία του Καλδάρα (1972), ο Σταυρός του Νότου του Μικρούτσικου (1979, σε ποίηση Νίκου Καββαδία), οι Γραμμές των Οριζόντων 10 χρόνια μετά και κάποιες δουλειές από καλλιτέχνες όπως οι Κατσιμίχα, οι Πυξ Λαξ και ελάχιστοι άλλοι τα τελευταία 20 χρόνια.


Κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω είναι, με εξαίρεση τις Γραμμές των Οριζόντων, πως τα τραγούδια ήταν πρώτες εκτελέσεις καθώς και καινοτόμα, σχεδόν «επαναστατικά» για την εποχή τους, είτε όσον αφορούσε στο στίχο και στη μουσική, είτε όσον αφορούσε στο ύφος και την ενορχήστρωση.

Τα τελευταία χρόνια, για πολλούς και διάφορους λόγους, τους οποίους μπορούμε να αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο και οι οποίοι υποψιάζομαι και ελπίζω πως χάρη στην κρίση θα εξαλειφθούν, δεν είχαμε την τύχη να ακούσουμε κάτι εξαιρετικό, κάτι το οποίο να διεκδικήσει, να σηματοδοτήσει, να στιγματίσει ή και να δημιουργήσει τη δική του εποχή.

Ελλείψει λοιπόν μουσικών επαναστάσεων, ενδιαφέρον παρουσιάζει η διασκευαστική μετενσάρκωση παλιότερων ακουσμάτων, με πρωτοστάτη πολλές φορές το Γιώργο Νταλάρα (όπως για παράδειγμα η δουλειά που παρουσίασε το 2003 με έργα του Βασίλη Τσιτσάνη και φυσικά το κλασσικό πλέον 50 Χρόνια Ρεμπέτικο το 1988). Ο Νταλάρας, καλλιτέχνης που έχει συνδεθεί άμεσα με συνθέτες όπως οι Λοίζος, Καλδάρας και άλλοι μέγιστοι, δε ξεχνάει να μας θυμίζει.

Και έτσι το Σεπτέμβριο του 2008, μάζεψε μιά παρέα από μουσικούς μάγους στο Ηρώδειο και μας θύμισε γιατί ο Σταύρος Κουγιουμτζής είναι ήταν και θα είναι τόσο επίκαιρος όσο και διαχρονικός∙ τόσο κοινωνικός όσο και προσωπικός∙ τόσο λυρικός όσο και συνταρακτικός ∙ τόσο μελαγχολικός όσο και νοσταλγικός (με αυτό το τελευταίο να αγγίζει το όριο της ιδιοφυίας).

Η παρέα του, οι πιό διακριτικοί και άξιοι σύγχρονοι ερμηνευτές: Μελίνα Ασλανίδου (που μας ταξιδεύει ειδικά όταν κάνει δεύτερες, σε τραγούδια όπως το Όταν Ανθίζουν Πασχαλιές), Κώστας Μακεδόνας (που μεταδίδει και το τελευταίο γραμμάριο πληγωμένης περηφάνιας στο Κάποιο Άλλον Φίλησες), η Δέσποινα Ολυμπίου αλλά και η κόρη του Σταύρου Κουγιουμτζή, Μαρία, η οποία προσφέρει με μεστή αμεσότητα ερμηνείες σε αριστουργήματα του πατέρα της (με αποκορύφωμα το Θα ‘ταν 12 του Μάρτη). Μοναδική απουσία ίσως, από τους συνήθεις ύποπτους, ο Μπάσης, ο οποίος ενδεχομένως να κρίνεται ως πιό λαικός και «μεταλλικός» σε σχέση με τις συνθέσεις του Κουγιουμτζή. Όσο για την επιλογή των μουσικών, το αποτέλεσμα, το κελάηδισμα μάλλον, μιλάει από μόνο του.

Οι ενορχηστρώσεις, όπως πάντα όταν εποπτεύει ο Νταλάρας, αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο και από τις πρώτες εκτελέσεις και κολακεύουν (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για μουσικές που είναι ήδη ονειρικές) τα τραγούδια και υπογραμμίζουν τις γλυκές ιδιομορφίες του μουσικοσυνθέτη Κουγιουμτζή (όπως οι εύστοχες μουσικές εκτονώσεις με «έβδομες», τα «γεμίσματα», οι εναλλαγές μινόρε-ματζόρε, αλλά και οι «ψαγμένες» εισαγωγές (για τους πιο τεχνικά κατηρτισμένους ανάμεσά σας).

Ανάμεσα σε πολλά άλλα, και εδώ οι νεότεροι από εσάς θα εκπλαγείτε με το πόσα από αυτά τα τραγούδια γνωρίζετε, θα ακούσετε το Οι Ελεύθεροι και Ωραίοι, Μ’ Έκοψαν με Χώρισαν στα Δυο (από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου), Ντίλαν Τόμας, Το Πουκάμισο το Θαλασσί, το Μη μου Θυμώνεις Μάτια μου και πολλά άλλα.

Για εμένα το Ο Γιώργος Νταλάρας Τραγουδάει Σταύρο Κουγιουμτζή, είναι η κορυφαία στιγμή στα Ελληνικά μουσικά δρώμενα τα τελευταία 10 τουλάχιστον χρόνια. Ελπίζω να μη χρειαστεί να περιμένουμε πάλι τόσο και ταυτόχρονα να ακούσουμε κάτι καινούργιο που να είναι εξίσου καλό με τα παλιά μας. Κάτι που ισχύει και για τα περισσότερα πράγματα στη χώρα μας αυτή τη στιγμή. Ή αν δεν μπορούμε να καινοτομήσουμε, τουλάχιστον ας κοιτάξουμε πίσω…όλο και κάτι θα βρούμε που ενδεχόμενος μπορούμε με τη φροντίδα μας να το κάνουμε ακόμα καλύτερο. Και αυτό, πολλές φορές και ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, μπορεί να είναι αρκετό.

Βασίλης Αντωνάς
Εφημερίδα Κηφισιά 2011