Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Περί Αναμονής (ΙΙ)


Πριν μερικές εβδομάδες, παρέθεσα μία τοποθέτηση του Νίτσε περί αναμονής. Ο φιλόσοφος καταπιανόταν με τον συνηθισμένο απόλυτο, στομφώδες και οδυνηρά εύστοχο τρόπο του με τους παράγοντες που καθορίζουν το αν θα περιμένουμε, το αν αξίζει να περιμένουμε για κάτι ή για κάποιον. Το κείμενο το παρέθεσα χωρίς σχολιασμό ή εισαγωγή, δεδομένου του ότι το μήνυμα ήταν, κατά τη γνώμη μου σαφές: Το «ανθρώπινο» μας (αγαπημένο θέμα του Νίτσε), δεν αντέχει να περιμένει όταν επικρατούν το πάθος, (τα πάθη;) όπως στην περίπτωση των ερωτευμένων ή της πληγωμένης περηφάνιας, όπως στη περίπτωση δύο αντιπάλων που έχουν προσβάλει ο ένας τη τιμή του άλλου και πρέπει να αναμετρηθούν. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα ο φιλόσοφος έγραφε πως ο θάνατος είναι προτιμότερος από το να ζει κάποιος με πληγωμένο εγωισμό.
Επειδή όμως ο ίδιος ο Νίτσε, στο ίδιο σύγγραμμα (Ανθρώπινο, Υπερβολικά Ανθρώπινο), γράφει και το περίφημο «it is the consensus sapientium that any consensus gentium is foolishness» (σε ελεύθερη μετάφραση ο Νίτσε προσκαλεί όσους είναι σοφοί να αμφισβητούν τα πάντα και κυρίως τα συμπεράσματα, κατά πάσα πιθανότητα αναφερόμενος σε ένα ακόμη αγαπημένο του θέμα, το Θεό και την ύπαρξή του ή τη Θρησκεία, επιφυλάσσομαι να τοποθετηθώ ακλουθώντας τη συμβουλή του), θα τολμήσω και εγώ να παραθέσω αντίλογο, όχι φυσικά στηριζόμενος στα δικά μου μικροσκοπικά πόδια αλλά ασφαλώς κρυμμένος πίσω από έναν άλλο γίγαντα της διανόησης.
Απολαύστε…
«Θυμήθηκα είχα ξεκολλήσει κάποτε από τον κορμό μια ελιάς μια χρυσαλλίδα και την είχα απιθώσει στην απαλάμη μου• μέσα από το διάφανο τσόφλι της διέκρινα ένα πράμα ζωντανό να σαλεύει, η μυστική κατεργασία θα βρίσκουνταν πια στο τέρμα και η μελλούμενη, σκλαβωμένη ακόμα πεταλούδα περίμενε σιγοτρεμάμενη να ‘ρθει η άγια ώρα να προβάλλει στον ήλιο. Δε βιάζουνταν, είχε εμπιστοσύνη στο φως, στο χλιαρό αέρα, στον αιώνιο νόμο του Θεού και περίμενε.
Με εγώ βιάζουμουν • ήθελα μια ώρα αρχύτερα να δω να ξεπουλιάζει μπροστά μου το θάμα, πως τινάζεται από το μνήμα της και από το σάβανό της η σάρκα και γίνεται ψυχή. Έσκυψα κι άρχισα να φυσώ πάνω της τη ζεστή ανάσα μου• και να σε λίγο, μια σκισμάδα χαράχτηκε στη ράχη της χρυσαλλίδας, σιγά σιγά σκίστηκε από πάνω έως κάτω αλάκερο το σάβανο και φάνηκε σφιχτομανταλωμένη ακόμη με στρουφηγμένα τα φτερά, με τα πόδια κολλημένα στη κοιλιά καταπράσινη η αμέστωτη πεταλούδα. Σπαρτάριζε αλαφριά και ολοένα ζωντάνευε κάτω από την επίμονη ζεστή μου ανάσα• το ένα φτερό ξεκόρμισε, χλωρό σα μπουμπουκισμένο φύλλο λεύκας, κι άρχισε να σπαρταράει και ν’ αγωνίζεται να ξετυλιχτεί ως πέρα αλάκερο, μα του κάκου• έμεινε μισάνοιχτο και ζαρωμένο. Σε λίγο κουνήθηκε και το άλλο φτερό, μόχτησε κι αυτό να τεντωθεί, δεν μπόρεσε και στάθηκε μισοξετυλιγμένο κι έτρεμε• κι εγώ με την αναίδεια του ανθρώπου σκυμμένος, φυσούσα απάνω τους το ζεστό αχνό μου, μα τα μισερωμένα φτερά είχαν τώρα ακινητήσει κι είχαν γύρει μαραμένα.

Νίκος Καζαντζάκης

(Εφημερίδα Κηφισιά 2010)

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Άδειες νίκες


Μία από τις πιο περιοριστικές και βλαβερές συνήθειες στο ρεπερτόριο των ανθρωπίνων συμπεριφορών, είναι η ανάγκη να έχουμε δίκιο. Είτε πρόκειται για τις επαγγελματικές μας επιλογές, τις πολιτικές μας πεποιθήσεις και κυρίως τις προσωπικές μας σχέσεις, πολλές φορές αγνοούμε παντελώς το ποια έκβαση θα ωφελούσε τους εμπλεκόμενους σε μία διένεξη και επικεντρωνόμαστε στο να αποδείξουμε στον άλλον, πως έχει άδικο.
Ένα από τα τραγικότερα και συνάμα αστειότερα σημεία, όπου μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτή την ανθρώπινη συμπεριφορά, είναι οι δρόμοι. Σίγουρα όλοι μας θα έχουμε δει πολλές φορές οδηγούς να τσακώνονται για το παραλίγο ατύχημα που έλαβε χώρα μεταξύ τους. Συνήθως ο διαπληκτισμός διαδραματίζεται κάτω από συνθήκες που εγκυμονούν περισσότερους και σοβαρότερους κινδύνους από αυτούς που μόλις αισίως απέφυγαν (δηλαδή είτε οδηγώντας ο ένας πλάι στον άλλον επικίνδυνα, είτε σταματώντας σε επικίνδυνα σημεία για να τσακωθούν, είτε ακόμη χειροδικώντας ο ένας πάνω στον άλλον). Υπάρχουν δύο πράγματα τα οποία είναι απολύτως βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις: Κανείς από τους εμπλεκόμενους δε θα ωφεληθεί από τη διένεξη και κανείς δε θα συμμορφωθεί παραδεχόμενος το λάθος του, ακόμα και αν κείτεται ξυλοδαρμένος σε κάποιο πεζοδρόμιο.
Με αφορμή το παραπάνω παράδειγμα, ίσως αξίζει να αναλογιστούμε πόσες φορές συμβαίνει κάτι παρόμοιο με κοντινά μας πρόσωπα. Πόσες φορές η αίσθηση αδικίας ξεχειλίζει, το αίμα βράζει και ο θυμός μάς κυριεύει και έτσι ξεκινά το γαϊτανάκι του καβγά, το οποίο αποτελείται από τρεις πράξεις: Τον πρόλογο (δηλαδή το χρόνο που μοναχικά ο καθένας παλεύει με τον πληγωμένο εγωισμό του), το κυρίως θέμα (δηλαδή ο καβγάς) και τον επίλογο, ο οποίος μπορεί να κρατήσει και περισσότερα από τα προκαταρκτικά (δηλαδή το διάστημα που ο ένας κρατάει μούτρα στον άλλο).
Αν και πολλές φορές οι καβγάδες καθαρίζουν την ατμόσφαιρα και εκτονώνουν τις σχέσεις, αξίζει να παρατηρήσουμε ορισμένες παραμέτρους. Η πρώτη από αυτές είναι η συχνότητα. Η δεύτερη είναι η ένταση. Η τρίτη είναι ο χρόνος που χρειάζεται για να επανέλθει η σχέση στα φυσιολογικά της πλαίσια. Τέλος, χρήσιμο θα είναι να εντοπίσουμε τους ρόλους που αναλαμβάνει ο καθένας. Δηλαδή αν κάποιος είναι πάντα το θύμα και κάποιος πάντα ο θύτης, τότε αυτό έχει να μας πει κάτι για το πόσο εξυπηρετείται ο καθένας από αυτούς τους ρόλους.
Με τα παραπάνω στο μυαλό, ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να αποφύγουμε τις άδειες νίκες και ας κοιτάξουμε σε βάθος τα κίνητρα και τα αίτια που οδηγούν μία ουσιαστικά βλαβερή συμπεριφορά. Το πρόβλημα μπορεί να έγκειται στη σχέση, στις περιστάσεις ή ακόμα και στον άλλο άνθρωπο. Κυρίως όμως, πρέπει να αναζητήσουμε το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί σε εμάς.

Βασίλης Αντωνάς
Εφημερίδα Κηφισιά 2010

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

The Ability to Wait

Being able to wait is so hard that the greatest poets did not disdain to make the inability to wait the theme of their poetry. Thus Shakespeare in his Othello, Sophocles in his Ajax,21 who, as the oracle suggests, might not have thought his suicide necessary, if only he had been able to let his feeling cool for one day more. He probably would have outfoxed the terrible promptings of his wounded vanity and said to himself: "Who, in my situation, has never once taken a sheep for a warrior? Is that so monstrous? On the contrary, it is something universally human." Ajax might have consoled himself thus.

Passion will not wait.

The tragedy in the lives of great men often lies not in their conflict with the times and the baseness of their fellow men, but rather in their inability to postpone their work for a year or two. They cannot wait.

In every duel, the advising friends have to determine whether the parties involved might be able to wait a while longer. If they cannot, then a duel is reasonable, since each of the parties says to himself: "Either I continue to live, and the other must die at once, or vice versa." In that case, to wait would be to continue suffering the horrible torture of offended honor in the presence of the offender.

And this can be more suffering than life is worth.

Friedrich Nietzsche-Human, All too Human