Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Αχαριστία Ξανά.


Το ήξερα πως είχα ξαναγράψει για αυτό. Δεν γινόταν να μην έχω ξαναγράψει για αυτό. Έψαξα τους φακέλους με όλα τα άρθρα. Αυτά που είχα δημοσιεύσει σε εφημερίδες, σε περιοδικά, σε ιστοσελίδες φίλων, στο linked in (ή όπως αλλιώς τέλος πάντων πρέπει να γράφετε αυτό το πράγμα, δε θυμάμαι ποτέ). Όπως θα περίμενε κανείς. Στο blog ήταν. Στο blog που σε καλωσορίζει με το «Ψυχοθεραπεία, σύμβολα, σύλλογος, αρχέτυπο, μυστικά, φανερά, φώτα, σκιά...«Ιστολογώ» λογοκρίνοντας τον εαυτό μου ακόμα λιγότερο από όσο συνηθίζω σε άλλα πλαίσια και χώρους. Καλώς ήρθατε...»

«Ε βέβαια, που αλλού θα ήταν», απόρησα με τον εαυτό μου. Έκανα μια σύντομη αναδρομή στις δημοσιεύσεις, φανερές και μυστικές. Τον Σεπτέμβρη του 2007,  σε μία μόλις μέρα, είχα «ανεβάσει» κοντά 15 άρθρα τα οποία είχα ήδη εκδώσει σε διάφορες εφημερίδες, τοπικές αλλά και ευρείας κυκλοφορίας, σε μια εποχή που σηματοδοτούσε το τέλος του τέλους για αυτού του είδους τον Τύπο. Ήταν όμως η αρχή της αρχής του mercurius

Στις εβδομάδες και στους μήνες που ακολούθησαν συνέχισα να γράφω, πολύ συχνότερα από ότι αυτές τις μέρες. Τα αμέσως επόμενα άρθρα μου, ανά εβδομάδα ουσιαστικά, πραγματεύτηκαν την Ασυνέπεια, την Αχαριστία, την Οριοθέτηση. Οι κυρίαρχες θεματικές, άρρηκτα συγγενικές και απροκάλυπτα ενδεικτικές. Η προσοχή όμως που διεκδίκησε η κάθε μία χαρακτηριζόταν από χαώδη απόσταση. Ο Μεγάλος Αδερφός στον Πίνακα Ελέγχου μαρτύρησε διψήφιο, άντε τριψήφιο αριθμό περαστικών για κάθε κείμενο, πλην ενός. Το Αχαριστία το είχαν διαβάσει περισσότεροι άνθρωποι, από όσοι όλα τα υπόλοιπα κείμενα εκείνης της χρονιάς μαζί.

Για όσους καταλαβαίνετε τον ιστό ακόμα λιγότερο από ό,τι εγώ, να σας πω πως η κίνηση μπορεί να προέλθει από διάφορους συνδέσμους ή ιστοσελίδες που φιλοξενούν ή αναδημοσιεύουν τα άρθρα, όπως αυτές της κοινωνικής δικτύωσης. Κυρίως όμως προέρχεται από έρευνα που κάνει το κοινό σε διάφορες μηχανές αναζήτησης. Επί της ουσίας, η συντριπτική πλειοψηφία των επισκεπτών λοιπόν, καταλήγουν σε ένα μέρος, σε ένα blog για παράδειγμα μέσα από την άμεση, προσωπική έρευνα τους στην Google και στην κάθε Google, για κάποιο θέμα ή όρο που τους ενδιαφέρει. Σε αυτή την ψηφοφορία, λοιπόν, και σε ένα ιστολόγιο το οποίο βρίθει από τίτλους σχετικούς με ψυχολογικά φαινόμενα και ανθρώπινες σχέσεις, η Αχαριστία «κερδίζει» με αυτοδυναμία. Δεύτερη, με αρκετή διαφορά, για την ιστορία, έρχεται η Παθητική Επιθετικότητα.

Για να επιστρέψουμε όμως στην ιστορία μας και να αφήσουμε για λίγο πίσω μας τα κοινωνιολογικά δημογραφικά, διαβάζοντας το άρθρο μου από το 2007, ανακάλυψα πως τότε και παραθέτοντας τη Δολοφονία του Σωκράτη σε πίνακα για να εικονογραφήσω τις λέξεις μου, είχα διατηρήσει μια ουδέτερη, αναλυτική στάση. Με συντομία περιέγραφα τις διαδικασίες αυτού που βιώνει τους γύρω του ως αχάριστους και αυτού που κατηγορείται ως αχάριστος καταλήγοντας πως τελικά η αχαριστία είναι μια υποκειμενική έννοια και δε υπόκειται σε κανένα νομοθετικό, ή νομοτελειακό πλαίσιο. Η αλήθεια είναι πως απογοητεύτηκα λίγο με την πολιτική ίσων και ασφαλών αποστάσεων που επέλεξα να ακολουθήσω τότε.  

Ταυτόχρονα δεν είναι και πολύ μακριά από μια κεντρική μου πεποίθηση, την οποία και προσπαθώ να συντηρώ μέχρι σήμερα: Ο καθένας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τις επιλογές του και τις συνέπειες αυτών, κατά προέκταση παίρνει ό,τι του αξίζει και αν τυχόν διαμαρτυρηθεί για οτιδήποτε τότε είναι απλά ανήμπορος να καθορίσει τη μοίρα του. Και εν τέλει άξιος αυτής.  

Την παραπάνω πεποίθηση προσπαθώ όχι μόνο να την ασπάζομαι προσωπικά, αλλά και να την μεταλαμπαδεύω σε θεραπευόμενους και εταιρικούς μου πελάτες, σε σημείο σκληρότητας, ακόμα και αν όσα έχουν «υποστεί» ή αντιμετωπίσει είναι σχεδόν ολοφάνερο πως έχουν να κάνουν με τρίτους παράγοντες όπως οι συγκυρίες, η ανικανότητα των γύρω τους, ή η κάθε λογής ασυνέπεια. Ή και η αχαριστία ακόμα. 

*******

-«Νιώθω αδικημένος», είπε σπαρακτικά καθώς χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στον καναπέ του γραφείου μου. «Από το πρωί μέχρι το βράδυ δίνω τον καλύτερο μου εαυτό, αναλαμβάνω όχι μόνο αυτά που μου αναλογούν και πρέπει αλλά και αυτά που χρειάζεται και το μόνο που θέλω είναι να γυρίσει κάποια στιγμή η προϊστάμενη μου και να μου πει ένα «Μπράβο, σε ευχαριστώ που κάνεις τόσα πολλά για την εταιρεία και για εμένα. Να ξέρεις πως δεν το θεωρώ δεδομένο και πως το εκτιμώ»». 

-«Αυτό νομίζω θα ήταν μία κατάλληλη προσέγγιση αν ήσουν στους προσκόπους και έβγαινες το σούρουπο, μόνος, στο παγωμένο και σκοτεινό δάσος, να μαζέψεις ξύλα για να μη σβήσει η φωτιά, μόνος σου, ενώ οι άλλοι έψηναν κάστανα και έπιναν ζεστή σοκολάτα. Δεδομένου του ότι ο τραπεζικός σου λογαριασμός ενισχύεται με εξαψήφια νούμερα κάθε χρόνο, νομίζω πως κανένας δε σου οφείλει ευγνωμοσύνη. Αν δεν σου αρέσει και πιστεύεις πως αξίζεις και μπορείς να έχεις κάτι καλύτερο, μπορείς απλά να αποχωρήσεις», σκέφτηκα. Και φυσικά αμέσως το είπα, δεδομένου του ότι αυτολογοκρίνομαι ακόμα λιγότερο στις συνομιλίες μου από ότι στα γραπτά μου. Συμπληρώνοντας με μία από τις αγαπημένες μου τοποθετήσεις από τον  ‘Εκχαρτ Τόλλε:

«Το να παραπονιέσαι ισοδυναμεί με μη αποδοχή της πραγματικότητας...άλλαξε την κατάσταση με δράσεις ή με λόγια...φύγε από την κατάσταση ή αποδέξου την...οτιδήποτε άλλο είναι τρέλα». 

Με κοίταξε. Ανήμπορος.  Είχα μόλις ενισχύσει την υπαρξιακή του απελπισία ακόμα περισσότερο. Αυτή την απελπισία που πηγάζει από ανάγκες και πληγές αρχαίες και αρχέγονες, τόσο «ενστικτικές» που δεν χωρούν σε λόγια, ούτε καν σε σκέψεις. Τόσο «ενστικτικές» που λέγονται απόγνωση. Ήταν μια έξυπνη παρέμβαση από την πλευρά μου. Έξυπνη. Μέχρι εκεί. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «Μα πόσο κοστίζει ένα ευχαριστώ»; Τον αποτελείωσα: «Γύρω στις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ συν μπόνους, ιατροφαρμακευτική, κινητό και γερμανικό αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού»

*******

Στο βιβλίο μου, Coaching for Impact (Routledge, 2018), παραθέτω ένα μοντέλο ηγεσίας (PRAID), με κεντρικό άξονα το Accountability (Υπευθυνότητα). Το διαχωρίζω προσεκτικά από τον όρο Responsibility (Ευθύνη). Το πρώτο αναφέρεται στην ανάληψη ευθύνης διεκπεραίωσης μελλοντικού έργου (Τέθηκε υπό την ευθύνη). Το δεύτερο δεν είναι τίποτα περισσότερο από λέξεις που απλά επιβεβαιώνουν μία ήδη γνωστή αποτυχία, συνήθως (Αναλαμβάνω την ευθύνη). Ένα είδος συγγνώμης δηλαδή που κουβαλάει την ίδια πρακτική αξία: Μηδέν. Η θεωρία λοιπόν, την οποία έχω δοκιμάσει και προσωπικά αλλά και συμβουλευτικά δεκάδες φορές, λέει πως όταν κάποιος αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας πράγματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του, αλλά και πράγματα που δεν είναι υπό την άμεση ευθύνη του, τότε αυτό αυξάνει την επιρροή του, διότι γίνεται αυτόματα χρήσιμος και αναγκαίος. Αυτή η αρχή έχει βοηθήσει στο παρελθόν δεκάδες πελάτες μου να αναρριχηθούν από μεσαίες και υψηλόβαθμες τοπικές θέσεις, σε διεθνείς, περιφερειακές, διευθυντικές θέσεις. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι αυτό να γίνεται κατά συρροή με επιτυχία, ούτως ώστε να χτιστεί αυτό που ονομάζω Delivery Trust Record (Εμπιστοσύνη βασισμένη στο ιστορικό επιτυχίας). Η αχαριστία σε αυτές τις περιπτώσεις απουσιάζει από την εξίσωση. Εκτός αν κάποιος τα έχει κάνει όλα σωστά, ή τουλάχιστον τόσο σωστά όσο ο διπλανός του που έχει ανταμειφθεί καλύτερα.  Υπάρχει κάτι που κάνει κάποιους πιο επιρρεπείς στο να προσελκύουν αχαριστία από ό,τι άλλους;

*******

-«Είναι δυνατόν, μετά από σχεδόν 25 χρόνια, να με διώχνουν; Έχω δώσει και τη ζωή μου για αυτό το κανάλι! Και τόσα χρόνια είχα τόσες προσφορές. Καμία καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη». Η γνωστή δημοσιογράφος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που της συνέβαινε. Από πρόσωπο-σύμβολο του Ομίλου, είχε βρεθεί να διαπραγματεύεται μια συγκριτικά μικρή αποζημίωση. Το μυαλό της δε χωρούσε πως τόσα χρόνια πιστής υπηρεσίας αλλά και τόση δύναμη, τόση επιρροή, τόσες επιτυχίες δεν είχαν υπάρξει αρκετά για να την κρατήσουν στη θέση της. Η σύνταξή της ήταν ελάχιστα χρόνια μακριά και τα λεφτά που της προσέφεραν, ήταν αρκετά για να τα διανύσει με ιδιαίτερη άνεση. Δεν μπορούσε όμως να το χωνέψει. Δεν μπορούσε να χωνέψει την αχαριστία. «Είσαι πάνω από εξήντα και κοστίζεις στον εργοδότη σου όσο θα του κόστιζαν τρία αν όχι τέσσερα στελέχη, στη μισή ηλικία και με διπλάσιες γνώσεις, που θα έφερναν ενδεχομένως πολλαπλάσια αξία στον οργανισμό» Αυτή τη φορά το σκέφτηκα. Δεν το είπα. Δεν είχε την παραμικρή σημασία να το μοιραστώ μαζί της. Ούτε ο ίδιος ήξερα τι ακριβώς πίστευα για αυτό. Όχι ότι έχει καμία σημασία στις ψυχοθεραπευτικές σχέσεις. Τουλάχιστον δεν θα έπρεπε. Άλλωστε είπαμε, η αχαριστία είναι όρος σχετικός. 

*******

Ένας αγαπημένος μου τίτλος, τον οποίον πρώτη φορά καταγράφω γραπτώς, είναι αυτός του Αδικημένου Νικητή. Ο Α.Ν. είναι αυτός ο οποίος χωρίς υποστήριξη, με όλα τα προγνωστικά εναντίον του, μέσα από προδοσίες και φυσικά αχαριστία, καταφέρνει όχι μόνο να μεγαλουργήσει αλλά και να διαπρέψει. Έχει κάτι το διπλά θριαμβευτικό αυτή η ανατροπή και φυσικά αναφέρομαι στο Αρχέτυπο του Ήρωα...όχι όμως όποιου κι όποιου ήρωα. Όχι. Αναφέρομαι στον παραδοσιακό Δαυίδ που νικά τον Γολιάθ και έτσι κερδίζει το δικαίωμα να τον επευφημούν, να τον δοξάζουν, να τον δοξολογούν, να τον λυπούνται και λίγο και να τον θαυμάζουν. Ουαί και αλίμονο εάν οι γύρω του το παραβλέψουν. Είτε έχουν άμεσα ωφεληθεί από τα κατορθώματα του είτε όχι, γίνονται αμέσως οι αχάριστοι εχθροί. Στη χώρα μας έχουμε πολλά τέτοια Αρχέτυπα. Το κυρίαρχο είναι «η φουκαριάρα η μάνα μας», η Αριστερά με το αναφαίρετο ηθικό πλεονέκτημά της, οι δεκάδες ήρωες και ηρωίδες, φτωχόπαιδα και Σταχτοπούτες στις Ελληνικές ταινίες και στο Ελληνικό πεντάγραμμο...αν συνεχίσω μάλλον θα ξημερωθώ, και η ώρα ήδη πάει εννιά το βράδυ. Νομίζω όμως πως το πιάσατε το υπονοούμενο. 

*******

-«Δέκα χρόνια περιμένω να αφήσει τον άντρα της. Την έχω φροντίσει της έχω σταθεί, έχουμε ανταλλάξει λόγια και όρκους αγάπης και κάθε χρόνο μου λέει, λίγο ακόμα να μεγαλώσουν τα παιδιά, λίγο ακόμα, ο Κωστάκης (σύζυγος), μόλις έχασε τη (φουκαριάρα Σ.Σ) την μάνα του...και εγώ εκεί να περιμένω και να θυσιάζομαι. Και κοντεύω τα πενήντα...δεν έφυγα ποτέ από δίπλα της. Τόση αχαριστία δεν την περίμενα...» 

-«Μετά τα πρώτα 4-5 χρόνια τι πιστεύατε πως θα άλλαζε»; Ρώτησα, αυτή τη φορά με ειλικρινή απορία. Πριν τελειώσω την φράση μου ήξερα. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και όλοι βλέπουμε τα πράγματα όπως θα θέλαμε να είναι. Δάγκωσα τη γλώσσα μου. Τόσο αφελή παρέμβαση ούτε στην πρακτική του μεταπτυχιακού μου δεν είχα κάνει. Το κατάλαβε κι ο ασθενής και συνέχισε τη διήγηση του αγνοώντας με. Συνέχισα να ακούω με προσοχή. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν αχαριστία.

*******

Καθόμασταν στο Αγαθονήσι, στο αίθριο μιας υπέροχης ψαροταβέρνας, με θέα τον κόλπο και ένα τεράστιο σκάφος του λιμενικού και πίναμε ένα αξιοπρεπές ξηρό Μοσχάτο (λογικά Σάμου), παρέα με κάμποσα ψάρια που είχαμε πιάσει τις προηγούμενες μέρες. Ευτυχώς, γιατί εκείνη τη μέρα το μόνο που είχαμε πιάσει ήταν δυο δίδυμοι σαργοί βάρος 200 γραμμαρίων. Και οι δύο μαζί. Τους τρώγαμε κι αυτούς. Μοιραζόμουν τη θεωρία μου με τους άλλους τρεις όσον αφορά στο τι καθιστά μία σχέση βιώσιμη. Ένα από τα χαρακτηριστικά που παρέθεσα ήταν το αμοιβαίο όφελος. Το διαχώρισα από την ανταποδοτικότητα με προσοχή. «Το ότι και οι δύο δίνουν σε μία σχέση δεν σημαίνει ότι και οι δύο παίρνουν. Ένας βεδουίνος και ένας Εσκιμώος, μπορεί να αντάλλαζαν την τελευταία καμήλα τους ή το τελευταίο σκυλί έλκηθρου με πολύ αγάπη και φροντίδα ο ένας για τον άλλον. Αυτό θα ήταν μια ανταποδοτική σχέση. Δεν θα ήταν αμοιβαία ωφέλιμη. Αντίθετα, υπάρχουν σχέσεις όπου αυτό το οποίο δίνει ο ένας στον άλλον δεν στερεί τίποτα από τον ίδιο (μια γλυκιά κουβέντα για παράδειγμα), παρολαυτά, η αξία για τον παραλήπτη είναι ανυπολόγιστη. «Όπως και να έχει, σημασία έχει πως βιώνει κάποιος αυτά που παίρνει...αν νιώθει ότι είναι «δίκαιο» αλισβερίσι, τότε η σχέση είναι βιώσιμη». 

-«Δίνουμε ό,τι και όποτε θέλουμε να δώσουμε. Για εμάς, χωρίς προσδοκία ανταπόδοσης», είπε ο φίλος μου. Απλά, απλοϊκά σχεδόν.  Κάτι μέσα μου κλώτσησε από τον πυρήνα της ύπαρξής μου μέχρι τα νύχια. Διαφωνούσα. Ριζικά. -«Τι πάει να πει αυτό, ό,τι μπορούμε και να μείνουμε σε μία σχέση όπου μόνο δίνουμε; Σε μια σχέση με έναν αχάριστο»; Το σκέφτηκα μέσα μου. Ένιωσα πως ήξερα την απάντηση μα δεν μπορούσα να αντικρούσω την τοποθέτηση. Και σώπασα. Για μία ακόμη φορά σώπασα.

*******

Η ώρα πήγαινε εννιά. Σκοτείνιαζε και ψάχναμε να δέσουμε σε μια προβλήτα ρηχή και δύσκολη. Φορούσαμε ακόμα τις στολές του ψαροντούφεκου. Ο ψαράς μας είδε από μακρυά και μας φώναξε εκλιπαρώντας. Είχαν μπλεχτεί σκοινιά στην προπέλα του. Είχε προσπαθήσει να τα κόψει αλλά αντί αυτού είχε καταματώσει τα χέρια του και είχε χάσει το μαχαίρι του στα σκοτεινά νερά. Βούτηξα χωρίς δεύτερη σκέψη αν και το μόνο που ήθελα ήταν να πετάξω από πάνω μου την καταδυτική στολή, να δέσουμε και να φάω. Η προπέλα ήταν στα 40 εκατοστά και αυτό σε συνδυασμό με την άνωση το έκανε ακόμα πιο δύσκολο από ότι αν ήταν στα 25 μέτρα. Σφήνωσα το κεφάλι μου  στην καρίνα και έκοβα, έκοβα, έκοβα...ήταν πιο κλειστοφοβικό και από τις πιο βαθιές ελεύθερες βουτιές μου. Κάθε ένα λεπτό έβγαινα να πάρω μια ανάσα και να κάνω κουβεντούλα με τον ψαρά. «Μη μιλάς» είπαν οι άλλοι, εν μέρει για να με προστατεύσουν από το να σπαταλήσω οξυγόνο εν μέρει για να ξεμπερδεύω και να ξεκινήσουμε την οδύσσεια του δεσίματος. Μετά από δέκα λεπτά η ελεύθερη προπέλα γύρισε και χαιρετιόμασταν. Με ευγνωμοσύνη και συγκίνηση με ευχαρίστησε ο Γιώργος πριν πάει να ρίξει τα δίχτυα του.  Είχα μαζέψει και το μαχαίρι και το κρατούσε τώρα καθώς ξεμάκραινε, φτιάχνοντας κάτι στα σύνεργα του. Η εξάντληση πολλή, η χαρά μεγαλύτερη.

*******

Το επόμενο πρωί έπιασε η φουσκοθαλασσιά. Αυτή η μυστήρια ρεστία, που κάθε μια ώρα κάνει τη θάλασσα σούπα και σηκώνει κύμα δυο μέτρα. Πίναμε τον καφέ μας μπροστά από τη βάρκα και κάθε λίγο το νερό έφτανε μέχρι τα πόδια μας. Είναι ένα φαινόμενο σε αυτό το κολπάκι στην Τήνο, κάθε καμιά ώρα περίπου, κατά τη διάρκεια της μέρας. Παντού πινακίδες προειδοποιητικές.  Δεν ξέρω τι ήταν, αλλά από την ώρα που ξεκίνησε δεν είχα κλείσε μάτι. Καλά είχαμε δέσει πάντως. Με όλο αυτό το πανηγύρι η βάρκα κρατούσε και δε χτυπούσε ούτε στο μώλο ούτε στα βράχια. Το μικρό βαρκάκι πλησίασε και έκανε να δέσει δίπλα στο δικό μας. Και τότε ξεκίνησε. Τα κύμα έφτασε και τους χτύπησε αλύπητα χωρίς να τους επιτρέψει ούτε να δέσουν, ούτε να βγουν, ούτε να φύγουν. Μια πέφτανε στη βάρκα μας και μια στο μώλο.  Η παλίρροια είχε βρει την πιο διαβολική στιγμή να κάνει την εμφάνισή της. Δυο ντόπια κοριτσόπουλα έκαναν να τους βοηθήσουν. Γύρω δεν κουνήθηκε κανείς. Σηκώθηκα να πάω μέχρι εκεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Μάζεψα τα σχοινιά του σκάφους μας να τους κάνω χώρο να φύγουν. Έσπρωξα τη βάρκα τους και τους είπα να προσέξουν τα χέρια τους, ενώ απομάκρυνα τα κορίτσια. Επίμονη η θαλασσοταραχή, στο τέλος τους έπεισε να τα παρατήσουν. Καθώς έφευγαν ο πιο μεγαλόσωμος από τους δύο με στόλισε και με απείλησε. «Τι δουλειά είχα να δέσω εκεί το σκάφος»; Και άλλα πολλά που δεν μεταφέρονται στο ιστολόγιο. Ήταν μια τοποθέτηση χωρίς καμία λογική και ενώ δεν είχα την απαίτηση να μου πουν και ευχαριστώ, δεν περίμενα πως θα τα άκουγα και από πάνω. Τον χαιρέτησα κουνώντας το χέρι. Τον εξώθησε αυτό. «Άμα κατέβω θα σου πω εγώ κωλόπαιδο». «Κατέβα» του είπα, αγανακτισμένος αλλά όχι προκλητικός. «Ίσως θα μπορούσα να το είχα αποφύγει αυτό» σκέφτηκα ενώ με το άλλο μέρος του μυαλού μου αναρωτιόμουν ποιος είναι τόσο ηλίθιος ώστε να μένει τόσα χρόνια στο ίδιο μέρος και να μη γνωρίζει το πιο βασικό, τοπικό φαινόμενο.  Δεν μίλησα. Στην καφετέρια τα κορίτσια είπαν να μην τους δίνω σημασία. Μέσα μου έβραζα. Για κάποιο λόγο, σε συνδυασμό με τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, ένιωσα μια αναστάτωση και σίγουρα δεν ήταν η ανησυχία του να έρθει να με βρει για να με δείρει ο μεγαλόσωμος νησιώτης.  Δεν ήξερα αν έβραζα επειδή δεν τον είχα βρίσει και εγώ, επειδή είχα για άλλη μια φορά παίξει τον καλό Σαμαρείτη, επειδή αυτό ήταν το ευχαριστώ του σύμπαντος για τη χθεσινή μου προσφορά, επειδή δεν κρατήθηκα και του είπα να έρθει να με βρει αν θέλει....λίγο από όλα ήταν. «Να μάθεις άλλη φορά να κάθεσαι στα αυγά σου.» Σκέφτηκα. «Αχάριστοι»! συμπλήρωσα και συνέχισα να ταλαιπωρώ τον σκύλο του φίλου με τον φριχτό χαρακτήρα, που κάθε λίγο έκανε επίθεση σε κάποιον περαστικό χωρίς λόγο και μετά ανταμειβόταν με χαδάκια και γλυκόλογα. Ένιωσα ακόμα πιο βλάκας.

********

«Την έχω βοηθήσει με όσους τρόπους μπορώ. Δεν είναι μόνος συνεργάτης, είναι και καλή μου φίλη. Την έχω καλύψει, την έχω δανείσει, την έχω βοηθήσει να πάρει προαγωγή, της έχω ανοίξει το σπίτι μου...τόσα χρόνια, την φροντίζω σαν αδερφή μου. Και δεν έχω ζητήσει ποτέ τίποτα. Και κάθε φορά που χρειάζεται κάτι είμαι εκεί και μια ζωή προσποιούμαι πως όλα είναι εντάξει και πως αυτό δεν με επιβαρύνει. Και τόσα χρόνια δεν είχα πρόβλημα με αυτό και παρότι σπάνια άκουγα ένα ευχαριστώ, προσποιούμουν πως όλα ήταν εντάξει και το έριχνα στην πλάκα. Και κάθε φορά που μιλούσε για τις φιλοσοφίες της περί ζωής, οι οποίες καμία σχέση με τη ζωή της δεν είχαν, την άκουγα και έγνεφα συγκαταβατικά. Και όταν άκουγε τις δικές μου σκέψεις και απόψεις και μου έλεγε πόσο λίγα ξέρω και πόσο λίγα καταλαβαίνω με δασκαλίστικο ύφος, την άκουγα και δεν έφερνα καμία αντίρρηση. Και ας είχα χίλια πράγματα να πω για να την ισοπεδώσω. Δέχτηκα όμως να αναλάβω εθελοντικά τον ρόλο της «λιγότερης», μην τυχόν και την στεναχωρήσω. Και τώρα, την μία φορά που μίλησα, που τόλμησα να ανοίξω το στόμα μου και να πω έστω και δειλά «ως εδώ», έχει εξοργιστεί μαζί μου. Και νομίζω και οι γύρω μας. Δεν με έχουν συνηθίσει έτσι.Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα αχάριστο…» 

Το τρίγωνο του Karpman ήρθε στο μυαλό μου. Διασώστης, Θύμα, Θύτης,. Από τη στιγμή που μπαίνεις σε ένα ρόλο, είναι σχεδόν βέβαιο, πως κάπως οι άλλοι θα ακολουθήσουν. Πόσοι εξοργισμένοι διασώστες θα πέρασαν τη λεπτή γραμμή της θυματοποίησης πριν γίνουν, (με το δίκιο τους άλλωστε) θύτες.

Δυστυχώς τα 45 λεπτά είχαν περάσει. «Θα συνεχίσουμε» είπα, κοιτώντας με αχαριστία το ρολόι και ελπίζοντας πως την επόμενη φορά θα κατάφερνα να θυμηθώ την παρέμβαση που έπρεπε να κάνω. 

Ας την γράψω, για να μην την ξεχάσω.

Πως καταφέρατε να βρεθείτε σε αυτή τη θέση και πως σας εξυπηρετεί;

Βασίλης Αντωνάς