Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Από Γοητευμένος Από-Γοητευμένος

Πρόσφατα με έπιασε εξ’ απροόπτου η ετυμολογία αυτής της λέξης. Της λέξης απογοήτευση. Όπως και τόσες, σύνθετες και μη, Ελληνικές, κρύβει μέσα της μία ολόκληρη αποθήκη μηνυμάτων και νοημάτων. Το, επί της ουσίας στερητικό, «από», μεταξύ πολλών άλλων, σημαίνει «μεταβολή», «απομάκρυνση», «απαλλαγή» και «αφαίρεση». Όσον αφορά στο δεύτερο μισό της λέξης, ο όρος «γοητεία», συνδέεται με την «ακτινοβολία, χάρη και έλξη ενός προσώπου» και με μία πράξη που «δεν εξηγείται λογικά, αλλά επηρεάζει την θέληση των άλλων». Επιπροσθέτως, συνδέεται με τη «μαγική τέχνη», ως εκ τούτου, θα υπέθετα και με την λέξη «γητεύω» και «γητεία» δηλαδή το ξόρκι, μαγικό μάγισσας, για να πετύχει κάτι. (Wikidictionary)


 

Εδώ εγείρεται ένα ουσιαστικό θέμα, το οποίο δεν είναι άλλο από το εάν ο γητευτής ενεργητικά και σκόπιμα «γητεύει» ή εάν ο γητευμένος για πολλούς και διάφορους λόγους, «γητεύεται», ασχέτως των θέσεων και πράξεων του γητευτή. Η απάντηση υποθέτω εξαρτάται από την ενεργητική πρόθεση και θέση του καθενός: εάν ο γητευτής παρουσιάζει, συνειδητά ή υποσυνείδητα,  αποπλανητικά στοιχεία (ιδίωμα αρκετών ανθρώπων, ανάμεσα σε αυτούς και κάποιων με χαρακτηρολογικές διαταραχές ή ακόμα και επιζώντων κακοποίησης, όπως η σεξουαλική), τότε κάποιος θα μπορούσε να πει πως τα «θύματα» φέρουν κάπως μικρότερη ευθύνη όταν ενδίδουν στις χάρες του. Από την άλλη υπάρχουν και οι κατά συρροή γοητευμένοι (με ιστριονικά ή οριακά χαρακτηριστικά, το άρθρο δε θα καταπιαστεί σε βάθος με ψυχοπαθολογία), οι οποίοι αντλούν νόημα μέσα από την ματαίωση ή από το δράμα του παιχνιδιού.

 

Η απάντηση, ως συνήθως, στρογγυλοκάθεται κάπου στη μέση: όπως έχω ξαναγράψει οι άνθρωποι έρχονται κοντά είτε για να επιβεβαιώσουν τα ματαιωτικά, τραυματικά τους σενάρια (τα οποία συνήθως προέρχονται από αναπτυξιακά τραύματα της παιδικής τους ηλικίας, συνήθως συσχετισμένα με τα οικογενειακά σενάρια) είτε έρχονται κοντά για να τα επουλώσουν. Στην πρώτη περίπτωση η επιβεβαίωση της ματαιότητας της εγγύτητας, τους επιτρέπει να παραμείνουν στη στείρα μεν, ασφαλή δε, συναισθηματική τους απομόνωση. Στη δεύτερη περίπτωση, τους επιτρέπει να απελευθερωθούν από αυτήν, διαψεύδοντας το οικείο τους σενάριο. Εν ολίγοις, επανατραυματισμός ή επούλωση. 

 

Και εδώ όμως, η οδός είναι μέση: θα ήταν αφοριστικό να υποθέσουμε πως συσχετιζόμαστε κατ’ αποκλειστικότητα με στόχο να επανατραυματιστούμε και ουτοπικό να εικάσουμε πως πιστεύουμε πως μια συσχέτιση, είτε πρέπει, είτε μπορεί να επουλώσει τα αρχέγονα, τραύματά μας. Όσο και αν οι αλχημικές ενώσεις των ανθρώπων καταλήγουν στο πρώτο ή στο δεύτερο σενάριο, είναι αδύνατον να ισχυριστούμε πως το τέλος είναι προκαθορισμένο ή προαποφασισμένο. Όχι πάντα τουλάχιστον. 

 

Το κλειδί της υπόθεσης, πιστεύω πως βρίσκεται στην προσδοκία: στην προσδοκία που δημιουργείται ή που δημιουργεί ο γητευτής στο πρόσωπό του και στην προσδοκία που αναπτύσσει ο γητευμένος, είτε λόγω της χειραγώγησης και των «υποσχέσεων» του γητευτή, είτε λόγω της ανάγκης του, της ανάγκης εξιδανίκευσης, που ο γητευμένος προβάλει στον γητευτή. Όπως καταλαβαίνετε, από μόνες τους αυτές οι πιθανότητες, δημιουργούν αρκετούς πιθανούς, συνδυασμούς: τι είναι πραγματικό, τι είναι προβολή, τι είναι συνειδητό, τι είναι ασυνείδητο, τι είναι σκόπιμο, τι είναι ακούσιο, τι είναι αποτέλεσμα αλχημικής ένωσης, τι είναι τυχαίο, τι είναι συγχρονιστικό, τι είναι χρήσιμο, τι είναι σαδομαζοχιστικό, τι έχει ελπίδα, μίσος, ματαίωση, τραύμα, πένθος…

 

Όπου, μιλώντας για πένθος, θα μπορούσε κάποιος να πει, πως τα στάδια του δεν διαφέρουν σημαντικά από την απογοήτευση. Σύμφωνα με την ειδήμονα του αντικειμένου, Elisabeth Kübler-Ross (On Death and Dying, 1969) τα στάδια αυτά είναι Άρνηση, Οργή, Διαπραγμάτευση, Κατάθλιψη, Αποδοχή. Προσαρμοσμένα στο φαινόμενο της Απογοήτευσης, αυτού του μικρού θανάτου, θα μπορούσαν να εικαστούν τα εξής:

 

1.     Άρνηση: Αυτή τη φορά ο Γητευτής θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες μου.

2.     Οργή: Γιατί αυτός ο «κακός» Γητευτής, δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου;

3.     Διαπραγμάτευση: Τι πρέπει να κάνω ή να είμαι, για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μου;

4.     Κατάθλιψη: ο εξιδανικευμένος Γητευτής δεν έχει ανταποκριθεί στις προσδοκίες μου και παραμένω ανεπαρκής, ανάξιος και μόνος.

5.     Αποδοχή: ίσως δεν φταίει ο γητευτής που με επανατραυμάτισε και με απογοήτευσε δημιουργώντας προσδοκίες. Ίσως δεν φταίω εγώ που προέβαλλα πάνω του ελπίδα επούλωσης και τον εμπιστεύτηκα. Συνεχίζουμε.

 

Το παραπάνω μοντέλο, το οποίο μπορεί με ασφάλεια και νηφαλιότητα, να δουλευτεί εντός μίας ισχυρής, ασφαλούς, ψυχοθεραπευτικής σχέσης, κυρίως μέσω της επαναδιαχείρισης του γονικού τομέα (reparenting), μπορεί να αποβεί λυτρωτικό. Ταυτόχρονα, η παραπάνω θέση, δεν αναιρεί τα γραφόμενα μου στο τελευταίο μου άρθρο, «Αθωότητα και Ενοχή: Ένας Ψυχοθεραπευτής Δανείζεται τις Γνώσεις  Ενός Νομικού», το οποίο και ισχυρίζεται πως, ενδεχομένως, να μην υπάρχουν αθώοι και ένοχοι: κάποιοι όμως είναι πιο ένοχοι από τους άλλους.  http://antonasnet.blogspot.com/2020/09/blog-post.html  

 

Το άρθρο συνοπτικά υποστηρίζει, πως η ευθύνη δεν είναι πάντα 50-50 και πως ακόμα και η παραμικρή, στατιστική, παρέκκλιση, προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, παρότι δεν καθιστά το ένα μέρος ποιο αθώο, καθιστά το άλλο πιο ένοχο. Οι ίσες αποστάσεις μπορούν να τηρηθούν με πολιτικά ορθή αυταρέσκεια, όχι όμως όταν στη διαδικασία περιλαμβάνονται ψέματα που δημιουργούν, ενδεχόμενος και μόνιμο, έλλειμα εμπιστοσύνης. Στο βιβλίο του «12  Rulesfor Life» (2018), ο Jordan BPeterson αφιερώνει το 8ο κεφάλαιο στη σημασία της εντιμότητας, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Always Tell the Truth-orat leastdont lie». (Λέγε πάντα την αλήθεια-ή τουλάχιστον μην λες ψέμματα). Ο δαιμόνιος και βασανιστικά αξιοκράτης συγγραφέας, παρότι δεν υποστηρίζει την απόκρυψη της αλήθειας, τοποθετεί το άμεσο ψέμα σε μια, έστω και ελάχιστα, πιο κατακριτέα, συμπεριφορά. Θα πρέπει να συμφωνήσω. Και κάπου εκεί, να τραβήξω και εγώ, παρομοίως, μια λιλιπούτειου μεν, υπαρκτού δε, μεγέθους, γραμμή μεταξύ της Απογοήτευσης και της Από-Γοήτευσης. 

 

Πριν πολλά χρόνια, ένας αυτοαποκαλούμενος μάγος, ονόματι Γιούρι Γκέλερ, υποστήριξε πως με παραφυσικές δυνάμεις, μπορούσε να λυγίσει κουτάλια και κλειδιά, να επιβάλλει διακοπή καπνίσματος και πολλά άλλα. Ο συγκεκριμένος «μάγος», ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συνάδελφοι του (οι οποίοι δεν ισχυριζόντουσαν πως είχαν παραφυσικές δυνάμεις) τον εξέθεσαν και τον «ξεμπρόστιασαν» επανειλημμένως. Παρότι έχασε κάθε σχετικό δικαστήριο, μία μερίδα πληθυσμού, εξακολουθούσε ενδεχομένως να πιστεύει. Η μεγαλύτερη όμως μερίδα πληθυσμού, έπαψε να γοητεύεται. Εάν ο Γκέλερ είχε ισχυριστεί πως τα κόλπα βασίζονταν απλά σε χημεία, φυσική και ταχυδακτυλουργία και ακολούθως αποτύγχανε να τα εκτελέσει, το κοινό, θα ήταν απογοητευμένο. Το ψέμα όμως και η κοροϊδία, έκαναν το κοινό από-γοητευμένο. Και το δεύτερο, είναι πολύ χειρότερο από το πρώτο, γιατί εμπεριέχει σκόπιμο ψέμα, κοροϊδία και απώλεια εμπιστοσύνης που δεν αναπληρώνεται. Η απώλεια της γοητείας, συνεπάγεται απαξίωση. Και τα απαξιωμένα πλάσματα, δεν μπορούν ποτέ ξανά να γοητεύσουν.

 

Στην προκειμένη περίπτωση και σε κάθε περίπτωση σκόπιμου ψεύδους, τα στάδια της Kübler-Ross, αλλάζουν και από 5, γίνονται, ενδεχομένως πιο λυτρωτικά, άμεσα και τελεσίδικα, μόλις 2.

 

1.     Απογοήτευση: Γιατί μου το έκανες αυτό, πως μπόρεσα να είμαι τόσο αφελής, τι έκανα λάθος, πως το προξένησα αυτό στον εαυτό μου κ.λπ.

2.     Από-Γοήτευση: το μαγικό αντικείμενο τελικά δεν ήταν μαγικό. Άνθρακας ο θησαυρός. Θα είμαι πιο προσεκτικός την επόμενη φορά, θα μάθω το μάθημά μου και θα εξελιχθώ.

 

Όπως θα πει και ένας τραγουδοποιός στο προσεχές μέλλον:

 

«Κι αν τις λέξεις, δε, πιστέψεις, δραπετεύοντας μονάχος, 

θα σου στείλω ένα κύμα, που δεν το νικάει ο βράχος.»

 

Βασίλης Αντωνάς