Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Facebook: The New IQ Test is, Thankfully, Here to Stay.

I admit it. Facebook used to infuriate me. I could not for the life of me comprehend why anyone would take (never mind publically share) a picture of themselves, taken by themselves (!) pulling various dramatised faces, post a picture of the tomato and cucumber salad they had for dinner, reproduce a ton of whining content around one cause or another (anything as long as it entails grievance) and overall embark in the what I call “Look at Me-Shame on You”steeplechase.

I have from time to time embarked on writing about it, usually through indirect reference and in conjunction with my loathing and contempt for all those self righteous, progressives who have inundated us with their PC preaching that serves no other purpose other than to establish that excellence is a thing to be ashamed of, just because they are incapable of reaching it and that no one should progress and be merry just because they can’t be.

So, there. My absolutist, polarised ranting and raving out of the way, I can now take a look at things with more serenity; and, this time, admit that Facebook is probably the most useful thing ever invented by man, since the Japanese discovered that fish tastes even better when eaten raw. Or since John Montagu, the Earl of Sandwich, came up with the notion of stuffing food between two slices of bread, if you are in that way inclined.

In my text, Coaching for Impact, I ascertain that Influence is the direct result of 3 factors: The collection and transmission (exchange) of information (intelligence), the sustaining of meaningful, reciprocal and mutually beneficial relations and the utilisation of resources. My theory is that if you can secure any two of the above, you then automatically gain access to the third. Out of the three, resources is, in my opinion, the hardest one to come by; hence, all of a sudden information and relations seem critically essential. 

I will not however embark further on this “content selfie” of my theories and myself. Instead, I will return to my initial thought, which was how I have now changed my mind about Facebook and its usefulness. And the reason I have done so, is because it does not only give one access to information regarding individuals but it also allows one to distribute information of their choosing, in a way of their choosing at a time of their choosing. I think people call this propaganda and I happen to be a big fan of it.

Allow me to highlight the obvious: at any given moment, a very simple search, enables you to collect unprecedented, unsurpassable amount of information for approximately one out of two people in Europe and three out of four people in North America. And in today’s world, where speed and efficiency are of the essence and Darwin’s law applies more than ever, this is probably the biggest treasure one can have access to. 

All it takes is 10 to 20 seconds of scrolling up and down a person’s profile to draft a rather accurate synopsis of who they are, including their approximate IQ, their narcissistic challenges (also known as insecurities) their self perception, their financial status, their political beliefs, their culinary preferences and overall anything and everything that will help you decide the level of proximity you wish to pursue with them, be it professional or personal; or how they can be of use to you, again, if you are in that way inclined. Which is of course how large corporations and other players utilise the treasury of social media.

At the same time, whilst some people are busy fantasising that everyone is following their daily posts with undiminished interest, as if it was the life of Catherine from Wuthering Heights, or Scarlett O’ Hara from Gone with the Wind or Rick Blaine from Casablanca and taking the 83rd duck face selfie, some others are busy writing or even devising if you like their own story about themselves. The story they want others to see. The story they wish to propagate. 

These are the influencers, who collect information about others, which they then transform into decision-making data, all the while keeping busy with carefully and deliberately selecting the parameters they wish to transmit about themselves; aligning them with their intention in a strategic, focused, uncompromising manner; refusing to communicate a random persona; formulating the narrative they want others to engage with. 

It’s about influence. Control if you like. I have no qualms with such terminology. If the progressives are allowed to glorify failure, I am “allowed” to use dirty terminology, such as control. Control. I thought I would write it one more time. For good measure; and in order to be provocative. I am into this kind of thing. It is part of my narrative. My strategically, aligned, formulated, deliberate narrative.

These people will post and share when they have actually achieved something bigger than just pressing the “take selfie” button on their smart phone in order to frame their silly looking face. Something of consequence; something that they worked hard for and that they can do better than the vast majority of people. Something of excellence. They will forget to post that picture from that pub when they had too much to drink; or the romantic weekend in the country village with the girlfriend, which may cause them trouble when her replacement arrives; or the fact that they hate their job so much and that they have lied to the boss by calling in sick; or all the histrionic (which is in essence the key pathology of our times, fuelled by social media and mediocrity), attention-begging posts, revealing –again- “the meaning of life” day after day after day with absolute conviction and yet with “such sensitivity”.

It’s a wonderful tool, Facebook. Oh yes it is. It is actually the new age aptitude screening, combining all assessment tools, from IQ to EQ that man has ever devised into one. 

And for that I am grateful. And off to take a proud selfie of myself eating a smoked salmon sandwich in order to share it with you and celebrate my achievement of utilising all 3 of man's greatest inventions in one go, knowing that you can’t contain your anticipation of finding out if I used wholemeal or multigrain. Only problem is if I can chew and pull a duck face at the same time...better find out then. The challenge awaits.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Αχαριστία Ξανά.


Το ήξερα πως είχα ξαναγράψει για αυτό. Δεν γινόταν να μην έχω ξαναγράψει για αυτό. Έψαξα τους φακέλους με όλα τα άρθρα. Αυτά που είχα δημοσιεύσει σε εφημερίδες, σε περιοδικά, σε ιστοσελίδες φίλων, στο linked in (ή όπως αλλιώς τέλος πάντων πρέπει να γράφετε αυτό το πράγμα, δε θυμάμαι ποτέ). Όπως θα περίμενε κανείς. Στο blog ήταν. Στο blog που σε καλωσορίζει με το «Ψυχοθεραπεία, σύμβολα, σύλλογος, αρχέτυπο, μυστικά, φανερά, φώτα, σκιά...«Ιστολογώ» λογοκρίνοντας τον εαυτό μου ακόμα λιγότερο από όσο συνηθίζω σε άλλα πλαίσια και χώρους. Καλώς ήρθατε...»

«Ε βέβαια, που αλλού θα ήταν», απόρησα με τον εαυτό μου. Έκανα μια σύντομη αναδρομή στις δημοσιεύσεις, φανερές και μυστικές. Τον Σεπτέμβρη του 2007,  σε μία μόλις μέρα, είχα «ανεβάσει» κοντά 15 άρθρα τα οποία είχα ήδη εκδώσει σε διάφορες εφημερίδες, τοπικές αλλά και ευρείας κυκλοφορίας, σε μια εποχή που σηματοδοτούσε το τέλος του τέλους για αυτού του είδους τον Τύπο. Ήταν όμως η αρχή της αρχής του mercurius

Στις εβδομάδες και στους μήνες που ακολούθησαν συνέχισα να γράφω, πολύ συχνότερα από ότι αυτές τις μέρες. Τα αμέσως επόμενα άρθρα μου, ανά εβδομάδα ουσιαστικά, πραγματεύτηκαν την Ασυνέπεια, την Αχαριστία, την Οριοθέτηση. Οι κυρίαρχες θεματικές, άρρηκτα συγγενικές και απροκάλυπτα ενδεικτικές. Η προσοχή όμως που διεκδίκησε η κάθε μία χαρακτηριζόταν από χαώδη απόσταση. Ο Μεγάλος Αδερφός στον Πίνακα Ελέγχου μαρτύρησε διψήφιο, άντε τριψήφιο αριθμό περαστικών για κάθε κείμενο, πλην ενός. Το Αχαριστία το είχαν διαβάσει περισσότεροι άνθρωποι, από όσοι όλα τα υπόλοιπα κείμενα εκείνης της χρονιάς μαζί.

Για όσους καταλαβαίνετε τον ιστό ακόμα λιγότερο από ό,τι εγώ, να σας πω πως η κίνηση μπορεί να προέλθει από διάφορους συνδέσμους ή ιστοσελίδες που φιλοξενούν ή αναδημοσιεύουν τα άρθρα, όπως αυτές της κοινωνικής δικτύωσης. Κυρίως όμως προέρχεται από έρευνα που κάνει το κοινό σε διάφορες μηχανές αναζήτησης. Επί της ουσίας, η συντριπτική πλειοψηφία των επισκεπτών λοιπόν, καταλήγουν σε ένα μέρος, σε ένα blog για παράδειγμα μέσα από την άμεση, προσωπική έρευνα τους στην Google και στην κάθε Google, για κάποιο θέμα ή όρο που τους ενδιαφέρει. Σε αυτή την ψηφοφορία, λοιπόν, και σε ένα ιστολόγιο το οποίο βρίθει από τίτλους σχετικούς με ψυχολογικά φαινόμενα και ανθρώπινες σχέσεις, η Αχαριστία «κερδίζει» με αυτοδυναμία. Δεύτερη, με αρκετή διαφορά, για την ιστορία, έρχεται η Παθητική Επιθετικότητα.

Για να επιστρέψουμε όμως στην ιστορία μας και να αφήσουμε για λίγο πίσω μας τα κοινωνιολογικά δημογραφικά, διαβάζοντας το άρθρο μου από το 2007, ανακάλυψα πως τότε και παραθέτοντας τη Δολοφονία του Σωκράτη σε πίνακα για να εικονογραφήσω τις λέξεις μου, είχα διατηρήσει μια ουδέτερη, αναλυτική στάση. Με συντομία περιέγραφα τις διαδικασίες αυτού που βιώνει τους γύρω του ως αχάριστους και αυτού που κατηγορείται ως αχάριστος καταλήγοντας πως τελικά η αχαριστία είναι μια υποκειμενική έννοια και δε υπόκειται σε κανένα νομοθετικό, ή νομοτελειακό πλαίσιο. Η αλήθεια είναι πως απογοητεύτηκα λίγο με την πολιτική ίσων και ασφαλών αποστάσεων που επέλεξα να ακολουθήσω τότε.  

Ταυτόχρονα δεν είναι και πολύ μακριά από μια κεντρική μου πεποίθηση, την οποία και προσπαθώ να συντηρώ μέχρι σήμερα: Ο καθένας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τις επιλογές του και τις συνέπειες αυτών, κατά προέκταση παίρνει ό,τι του αξίζει και αν τυχόν διαμαρτυρηθεί για οτιδήποτε τότε είναι απλά ανήμπορος να καθορίσει τη μοίρα του. Και εν τέλει άξιος αυτής.  

Την παραπάνω πεποίθηση προσπαθώ όχι μόνο να την ασπάζομαι προσωπικά, αλλά και να την μεταλαμπαδεύω σε θεραπευόμενους και εταιρικούς μου πελάτες, σε σημείο σκληρότητας, ακόμα και αν όσα έχουν «υποστεί» ή αντιμετωπίσει είναι σχεδόν ολοφάνερο πως έχουν να κάνουν με τρίτους παράγοντες όπως οι συγκυρίες, η ανικανότητα των γύρω τους, ή η κάθε λογής ασυνέπεια. Ή και η αχαριστία ακόμα. 

*******

-«Νιώθω αδικημένος», είπε σπαρακτικά καθώς χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στον καναπέ του γραφείου μου. «Από το πρωί μέχρι το βράδυ δίνω τον καλύτερο μου εαυτό, αναλαμβάνω όχι μόνο αυτά που μου αναλογούν και πρέπει αλλά και αυτά που χρειάζεται και το μόνο που θέλω είναι να γυρίσει κάποια στιγμή η προϊστάμενη μου και να μου πει ένα «Μπράβο, σε ευχαριστώ που κάνεις τόσα πολλά για την εταιρεία και για εμένα. Να ξέρεις πως δεν το θεωρώ δεδομένο και πως το εκτιμώ»». 

-«Αυτό νομίζω θα ήταν μία κατάλληλη προσέγγιση αν ήσουν στους προσκόπους και έβγαινες το σούρουπο, μόνος, στο παγωμένο και σκοτεινό δάσος, να μαζέψεις ξύλα για να μη σβήσει η φωτιά, μόνος σου, ενώ οι άλλοι έψηναν κάστανα και έπιναν ζεστή σοκολάτα. Δεδομένου του ότι ο τραπεζικός σου λογαριασμός ενισχύεται με εξαψήφια νούμερα κάθε χρόνο, νομίζω πως κανένας δε σου οφείλει ευγνωμοσύνη. Αν δεν σου αρέσει και πιστεύεις πως αξίζεις και μπορείς να έχεις κάτι καλύτερο, μπορείς απλά να αποχωρήσεις», σκέφτηκα. Και φυσικά αμέσως το είπα, δεδομένου του ότι αυτολογοκρίνομαι ακόμα λιγότερο στις συνομιλίες μου από ότι στα γραπτά μου. Συμπληρώνοντας με μία από τις αγαπημένες μου τοποθετήσεις από τον  ‘Εκχαρτ Τόλλε:

«Το να παραπονιέσαι ισοδυναμεί με μη αποδοχή της πραγματικότητας...άλλαξε την κατάσταση με δράσεις ή με λόγια...φύγε από την κατάσταση ή αποδέξου την...οτιδήποτε άλλο είναι τρέλα». 

Με κοίταξε. Ανήμπορος.  Είχα μόλις ενισχύσει την υπαρξιακή του απελπισία ακόμα περισσότερο. Αυτή την απελπισία που πηγάζει από ανάγκες και πληγές αρχαίες και αρχέγονες, τόσο «ενστικτικές» που δεν χωρούν σε λόγια, ούτε καν σε σκέψεις. Τόσο «ενστικτικές» που λέγονται απόγνωση. Ήταν μια έξυπνη παρέμβαση από την πλευρά μου. Έξυπνη. Μέχρι εκεί. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «Μα πόσο κοστίζει ένα ευχαριστώ»; Τον αποτελείωσα: «Γύρω στις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ συν μπόνους, ιατροφαρμακευτική, κινητό και γερμανικό αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού»

*******

Στο βιβλίο μου, Coaching for Impact (Routledge, 2018), παραθέτω ένα μοντέλο ηγεσίας (PRAID), με κεντρικό άξονα το Accountability (Υπευθυνότητα). Το διαχωρίζω προσεκτικά από τον όρο Responsibility (Ευθύνη). Το πρώτο αναφέρεται στην ανάληψη ευθύνης διεκπεραίωσης μελλοντικού έργου (Τέθηκε υπό την ευθύνη). Το δεύτερο δεν είναι τίποτα περισσότερο από λέξεις που απλά επιβεβαιώνουν μία ήδη γνωστή αποτυχία, συνήθως (Αναλαμβάνω την ευθύνη). Ένα είδος συγγνώμης δηλαδή που κουβαλάει την ίδια πρακτική αξία: Μηδέν. Η θεωρία λοιπόν, την οποία έχω δοκιμάσει και προσωπικά αλλά και συμβουλευτικά δεκάδες φορές, λέει πως όταν κάποιος αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας πράγματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του, αλλά και πράγματα που δεν είναι υπό την άμεση ευθύνη του, τότε αυτό αυξάνει την επιρροή του, διότι γίνεται αυτόματα χρήσιμος και αναγκαίος. Αυτή η αρχή έχει βοηθήσει στο παρελθόν δεκάδες πελάτες μου να αναρριχηθούν από μεσαίες και υψηλόβαθμες τοπικές θέσεις, σε διεθνείς, περιφερειακές, διευθυντικές θέσεις. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι αυτό να γίνεται κατά συρροή με επιτυχία, ούτως ώστε να χτιστεί αυτό που ονομάζω Delivery Trust Record (Εμπιστοσύνη βασισμένη στο ιστορικό επιτυχίας). Η αχαριστία σε αυτές τις περιπτώσεις απουσιάζει από την εξίσωση. Εκτός αν κάποιος τα έχει κάνει όλα σωστά, ή τουλάχιστον τόσο σωστά όσο ο διπλανός του που έχει ανταμειφθεί καλύτερα.  Υπάρχει κάτι που κάνει κάποιους πιο επιρρεπείς στο να προσελκύουν αχαριστία από ό,τι άλλους;

*******

-«Είναι δυνατόν, μετά από σχεδόν 25 χρόνια, να με διώχνουν; Έχω δώσει και τη ζωή μου για αυτό το κανάλι! Και τόσα χρόνια είχα τόσες προσφορές. Καμία καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη». Η γνωστή δημοσιογράφος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που της συνέβαινε. Από πρόσωπο-σύμβολο του Ομίλου, είχε βρεθεί να διαπραγματεύεται μια συγκριτικά μικρή αποζημίωση. Το μυαλό της δε χωρούσε πως τόσα χρόνια πιστής υπηρεσίας αλλά και τόση δύναμη, τόση επιρροή, τόσες επιτυχίες δεν είχαν υπάρξει αρκετά για να την κρατήσουν στη θέση της. Η σύνταξή της ήταν ελάχιστα χρόνια μακριά και τα λεφτά που της προσέφεραν, ήταν αρκετά για να τα διανύσει με ιδιαίτερη άνεση. Δεν μπορούσε όμως να το χωνέψει. Δεν μπορούσε να χωνέψει την αχαριστία. «Είσαι πάνω από εξήντα και κοστίζεις στον εργοδότη σου όσο θα του κόστιζαν τρία αν όχι τέσσερα στελέχη, στη μισή ηλικία και με διπλάσιες γνώσεις, που θα έφερναν ενδεχομένως πολλαπλάσια αξία στον οργανισμό» Αυτή τη φορά το σκέφτηκα. Δεν το είπα. Δεν είχε την παραμικρή σημασία να το μοιραστώ μαζί της. Ούτε ο ίδιος ήξερα τι ακριβώς πίστευα για αυτό. Όχι ότι έχει καμία σημασία στις ψυχοθεραπευτικές σχέσεις. Τουλάχιστον δεν θα έπρεπε. Άλλωστε είπαμε, η αχαριστία είναι όρος σχετικός. 

*******

Ένας αγαπημένος μου τίτλος, τον οποίον πρώτη φορά καταγράφω γραπτώς, είναι αυτός του Αδικημένου Νικητή. Ο Α.Ν. είναι αυτός ο οποίος χωρίς υποστήριξη, με όλα τα προγνωστικά εναντίον του, μέσα από προδοσίες και φυσικά αχαριστία, καταφέρνει όχι μόνο να μεγαλουργήσει αλλά και να διαπρέψει. Έχει κάτι το διπλά θριαμβευτικό αυτή η ανατροπή και φυσικά αναφέρομαι στο Αρχέτυπο του Ήρωα...όχι όμως όποιου κι όποιου ήρωα. Όχι. Αναφέρομαι στον παραδοσιακό Δαυίδ που νικά τον Γολιάθ και έτσι κερδίζει το δικαίωμα να τον επευφημούν, να τον δοξάζουν, να τον δοξολογούν, να τον λυπούνται και λίγο και να τον θαυμάζουν. Ουαί και αλίμονο εάν οι γύρω του το παραβλέψουν. Είτε έχουν άμεσα ωφεληθεί από τα κατορθώματα του είτε όχι, γίνονται αμέσως οι αχάριστοι εχθροί. Στη χώρα μας έχουμε πολλά τέτοια Αρχέτυπα. Το κυρίαρχο είναι «η φουκαριάρα η μάνα μας», η Αριστερά με το αναφαίρετο ηθικό πλεονέκτημά της, οι δεκάδες ήρωες και ηρωίδες, φτωχόπαιδα και Σταχτοπούτες στις Ελληνικές ταινίες και στο Ελληνικό πεντάγραμμο...αν συνεχίσω μάλλον θα ξημερωθώ, και η ώρα ήδη πάει εννιά το βράδυ. Νομίζω όμως πως το πιάσατε το υπονοούμενο. 

*******

-«Δέκα χρόνια περιμένω να αφήσει τον άντρα της. Την έχω φροντίσει της έχω σταθεί, έχουμε ανταλλάξει λόγια και όρκους αγάπης και κάθε χρόνο μου λέει, λίγο ακόμα να μεγαλώσουν τα παιδιά, λίγο ακόμα, ο Κωστάκης (σύζυγος), μόλις έχασε τη (φουκαριάρα Σ.Σ) την μάνα του...και εγώ εκεί να περιμένω και να θυσιάζομαι. Και κοντεύω τα πενήντα...δεν έφυγα ποτέ από δίπλα της. Τόση αχαριστία δεν την περίμενα...» 

-«Μετά τα πρώτα 4-5 χρόνια τι πιστεύατε πως θα άλλαζε»; Ρώτησα, αυτή τη φορά με ειλικρινή απορία. Πριν τελειώσω την φράση μου ήξερα. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και όλοι βλέπουμε τα πράγματα όπως θα θέλαμε να είναι. Δάγκωσα τη γλώσσα μου. Τόσο αφελή παρέμβαση ούτε στην πρακτική του μεταπτυχιακού μου δεν είχα κάνει. Το κατάλαβε κι ο ασθενής και συνέχισε τη διήγηση του αγνοώντας με. Συνέχισα να ακούω με προσοχή. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν αχαριστία.

*******

Καθόμασταν στο Αγαθονήσι, στο αίθριο μιας υπέροχης ψαροταβέρνας, με θέα τον κόλπο και ένα τεράστιο σκάφος του λιμενικού και πίναμε ένα αξιοπρεπές ξηρό Μοσχάτο (λογικά Σάμου), παρέα με κάμποσα ψάρια που είχαμε πιάσει τις προηγούμενες μέρες. Ευτυχώς, γιατί εκείνη τη μέρα το μόνο που είχαμε πιάσει ήταν δυο δίδυμοι σαργοί βάρος 200 γραμμαρίων. Και οι δύο μαζί. Τους τρώγαμε κι αυτούς. Μοιραζόμουν τη θεωρία μου με τους άλλους τρεις όσον αφορά στο τι καθιστά μία σχέση βιώσιμη. Ένα από τα χαρακτηριστικά που παρέθεσα ήταν το αμοιβαίο όφελος. Το διαχώρισα από την ανταποδοτικότητα με προσοχή. «Το ότι και οι δύο δίνουν σε μία σχέση δεν σημαίνει ότι και οι δύο παίρνουν. Ένας βεδουίνος και ένας Εσκιμώος, μπορεί να αντάλλαζαν την τελευταία καμήλα τους ή το τελευταίο σκυλί έλκηθρου με πολύ αγάπη και φροντίδα ο ένας για τον άλλον. Αυτό θα ήταν μια ανταποδοτική σχέση. Δεν θα ήταν αμοιβαία ωφέλιμη. Αντίθετα, υπάρχουν σχέσεις όπου αυτό το οποίο δίνει ο ένας στον άλλον δεν στερεί τίποτα από τον ίδιο (μια γλυκιά κουβέντα για παράδειγμα), παρολαυτά, η αξία για τον παραλήπτη είναι ανυπολόγιστη. «Όπως και να έχει, σημασία έχει πως βιώνει κάποιος αυτά που παίρνει...αν νιώθει ότι είναι «δίκαιο» αλισβερίσι, τότε η σχέση είναι βιώσιμη». 

-«Δίνουμε ό,τι και όποτε θέλουμε να δώσουμε. Για εμάς, χωρίς προσδοκία ανταπόδοσης», είπε ο φίλος μου. Απλά, απλοϊκά σχεδόν.  Κάτι μέσα μου κλώτσησε από τον πυρήνα της ύπαρξής μου μέχρι τα νύχια. Διαφωνούσα. Ριζικά. -«Τι πάει να πει αυτό, ό,τι μπορούμε και να μείνουμε σε μία σχέση όπου μόνο δίνουμε; Σε μια σχέση με έναν αχάριστο»; Το σκέφτηκα μέσα μου. Ένιωσα πως ήξερα την απάντηση μα δεν μπορούσα να αντικρούσω την τοποθέτηση. Και σώπασα. Για μία ακόμη φορά σώπασα.

*******

Η ώρα πήγαινε εννιά. Σκοτείνιαζε και ψάχναμε να δέσουμε σε μια προβλήτα ρηχή και δύσκολη. Φορούσαμε ακόμα τις στολές του ψαροντούφεκου. Ο ψαράς μας είδε από μακρυά και μας φώναξε εκλιπαρώντας. Είχαν μπλεχτεί σκοινιά στην προπέλα του. Είχε προσπαθήσει να τα κόψει αλλά αντί αυτού είχε καταματώσει τα χέρια του και είχε χάσει το μαχαίρι του στα σκοτεινά νερά. Βούτηξα χωρίς δεύτερη σκέψη αν και το μόνο που ήθελα ήταν να πετάξω από πάνω μου την καταδυτική στολή, να δέσουμε και να φάω. Η προπέλα ήταν στα 40 εκατοστά και αυτό σε συνδυασμό με την άνωση το έκανε ακόμα πιο δύσκολο από ότι αν ήταν στα 25 μέτρα. Σφήνωσα το κεφάλι μου  στην καρίνα και έκοβα, έκοβα, έκοβα...ήταν πιο κλειστοφοβικό και από τις πιο βαθιές ελεύθερες βουτιές μου. Κάθε ένα λεπτό έβγαινα να πάρω μια ανάσα και να κάνω κουβεντούλα με τον ψαρά. «Μη μιλάς» είπαν οι άλλοι, εν μέρει για να με προστατεύσουν από το να σπαταλήσω οξυγόνο εν μέρει για να ξεμπερδεύω και να ξεκινήσουμε την οδύσσεια του δεσίματος. Μετά από δέκα λεπτά η ελεύθερη προπέλα γύρισε και χαιρετιόμασταν. Με ευγνωμοσύνη και συγκίνηση με ευχαρίστησε ο Γιώργος πριν πάει να ρίξει τα δίχτυα του.  Είχα μαζέψει και το μαχαίρι και το κρατούσε τώρα καθώς ξεμάκραινε, φτιάχνοντας κάτι στα σύνεργα του. Η εξάντληση πολλή, η χαρά μεγαλύτερη.

*******

Το επόμενο πρωί έπιασε η φουσκοθαλασσιά. Αυτή η μυστήρια ρεστία, που κάθε μια ώρα κάνει τη θάλασσα σούπα και σηκώνει κύμα δυο μέτρα. Πίναμε τον καφέ μας μπροστά από τη βάρκα και κάθε λίγο το νερό έφτανε μέχρι τα πόδια μας. Είναι ένα φαινόμενο σε αυτό το κολπάκι στην Τήνο, κάθε καμιά ώρα περίπου, κατά τη διάρκεια της μέρας. Παντού πινακίδες προειδοποιητικές.  Δεν ξέρω τι ήταν, αλλά από την ώρα που ξεκίνησε δεν είχα κλείσε μάτι. Καλά είχαμε δέσει πάντως. Με όλο αυτό το πανηγύρι η βάρκα κρατούσε και δε χτυπούσε ούτε στο μώλο ούτε στα βράχια. Το μικρό βαρκάκι πλησίασε και έκανε να δέσει δίπλα στο δικό μας. Και τότε ξεκίνησε. Τα κύμα έφτασε και τους χτύπησε αλύπητα χωρίς να τους επιτρέψει ούτε να δέσουν, ούτε να βγουν, ούτε να φύγουν. Μια πέφτανε στη βάρκα μας και μια στο μώλο.  Η παλίρροια είχε βρει την πιο διαβολική στιγμή να κάνει την εμφάνισή της. Δυο ντόπια κοριτσόπουλα έκαναν να τους βοηθήσουν. Γύρω δεν κουνήθηκε κανείς. Σηκώθηκα να πάω μέχρι εκεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Μάζεψα τα σχοινιά του σκάφους μας να τους κάνω χώρο να φύγουν. Έσπρωξα τη βάρκα τους και τους είπα να προσέξουν τα χέρια τους, ενώ απομάκρυνα τα κορίτσια. Επίμονη η θαλασσοταραχή, στο τέλος τους έπεισε να τα παρατήσουν. Καθώς έφευγαν ο πιο μεγαλόσωμος από τους δύο με στόλισε και με απείλησε. «Τι δουλειά είχα να δέσω εκεί το σκάφος»; Και άλλα πολλά που δεν μεταφέρονται στο ιστολόγιο. Ήταν μια τοποθέτηση χωρίς καμία λογική και ενώ δεν είχα την απαίτηση να μου πουν και ευχαριστώ, δεν περίμενα πως θα τα άκουγα και από πάνω. Τον χαιρέτησα κουνώντας το χέρι. Τον εξώθησε αυτό. «Άμα κατέβω θα σου πω εγώ κωλόπαιδο». «Κατέβα» του είπα, αγανακτισμένος αλλά όχι προκλητικός. «Ίσως θα μπορούσα να το είχα αποφύγει αυτό» σκέφτηκα ενώ με το άλλο μέρος του μυαλού μου αναρωτιόμουν ποιος είναι τόσο ηλίθιος ώστε να μένει τόσα χρόνια στο ίδιο μέρος και να μη γνωρίζει το πιο βασικό, τοπικό φαινόμενο.  Δεν μίλησα. Στην καφετέρια τα κορίτσια είπαν να μην τους δίνω σημασία. Μέσα μου έβραζα. Για κάποιο λόγο, σε συνδυασμό με τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, ένιωσα μια αναστάτωση και σίγουρα δεν ήταν η ανησυχία του να έρθει να με βρει για να με δείρει ο μεγαλόσωμος νησιώτης.  Δεν ήξερα αν έβραζα επειδή δεν τον είχα βρίσει και εγώ, επειδή είχα για άλλη μια φορά παίξει τον καλό Σαμαρείτη, επειδή αυτό ήταν το ευχαριστώ του σύμπαντος για τη χθεσινή μου προσφορά, επειδή δεν κρατήθηκα και του είπα να έρθει να με βρει αν θέλει....λίγο από όλα ήταν. «Να μάθεις άλλη φορά να κάθεσαι στα αυγά σου.» Σκέφτηκα. «Αχάριστοι»! συμπλήρωσα και συνέχισα να ταλαιπωρώ τον σκύλο του φίλου με τον φριχτό χαρακτήρα, που κάθε λίγο έκανε επίθεση σε κάποιον περαστικό χωρίς λόγο και μετά ανταμειβόταν με χαδάκια και γλυκόλογα. Ένιωσα ακόμα πιο βλάκας.

********

«Την έχω βοηθήσει με όσους τρόπους μπορώ. Δεν είναι μόνος συνεργάτης, είναι και καλή μου φίλη. Την έχω καλύψει, την έχω δανείσει, την έχω βοηθήσει να πάρει προαγωγή, της έχω ανοίξει το σπίτι μου...τόσα χρόνια, την φροντίζω σαν αδερφή μου. Και δεν έχω ζητήσει ποτέ τίποτα. Και κάθε φορά που χρειάζεται κάτι είμαι εκεί και μια ζωή προσποιούμαι πως όλα είναι εντάξει και πως αυτό δεν με επιβαρύνει. Και τόσα χρόνια δεν είχα πρόβλημα με αυτό και παρότι σπάνια άκουγα ένα ευχαριστώ, προσποιούμουν πως όλα ήταν εντάξει και το έριχνα στην πλάκα. Και κάθε φορά που μιλούσε για τις φιλοσοφίες της περί ζωής, οι οποίες καμία σχέση με τη ζωή της δεν είχαν, την άκουγα και έγνεφα συγκαταβατικά. Και όταν άκουγε τις δικές μου σκέψεις και απόψεις και μου έλεγε πόσο λίγα ξέρω και πόσο λίγα καταλαβαίνω με δασκαλίστικο ύφος, την άκουγα και δεν έφερνα καμία αντίρρηση. Και ας είχα χίλια πράγματα να πω για να την ισοπεδώσω. Δέχτηκα όμως να αναλάβω εθελοντικά τον ρόλο της «λιγότερης», μην τυχόν και την στεναχωρήσω. Και τώρα, την μία φορά που μίλησα, που τόλμησα να ανοίξω το στόμα μου και να πω έστω και δειλά «ως εδώ», έχει εξοργιστεί μαζί μου. Και νομίζω και οι γύρω μας. Δεν με έχουν συνηθίσει έτσι.Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα αχάριστο…» 

Το τρίγωνο του Karpman ήρθε στο μυαλό μου. Διασώστης, Θύμα, Θύτης,. Από τη στιγμή που μπαίνεις σε ένα ρόλο, είναι σχεδόν βέβαιο, πως κάπως οι άλλοι θα ακολουθήσουν. Πόσοι εξοργισμένοι διασώστες θα πέρασαν τη λεπτή γραμμή της θυματοποίησης πριν γίνουν, (με το δίκιο τους άλλωστε) θύτες.

Δυστυχώς τα 45 λεπτά είχαν περάσει. «Θα συνεχίσουμε» είπα, κοιτώντας με αχαριστία το ρολόι και ελπίζοντας πως την επόμενη φορά θα κατάφερνα να θυμηθώ την παρέμβαση που έπρεπε να κάνω. 

Ας την γράψω, για να μην την ξεχάσω.

Πως καταφέρατε να βρεθείτε σε αυτή τη θέση και πως σας εξυπηρετεί;

Βασίλης Αντωνάς

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Στίγμα. Σάββατο 12/05 στο Γυάλινο Upstage.


Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Ο Μίκης Θεοδωράκης συναντά τους Ιταλούς «Φουτουριστές» στη Νέα Φιλαδέλφεια.


Την Κυριακή που μας πέρασε, είχα την ευκαιρία να φιλοξενηθώ από γνωστή μουσική σχολή στη Νέα Φιλαδέλφεια, για να παίξω στο πιάνο ένα κομμάτι του Μίκη Θεοδωράκη. Έχοντας παρευρεθεί λίγες ώρες πριν στο μεγάλο συλλαλητήριο για την ονομασία της Μακεδονίας, και έχοντας ακούσει με προσοχή όλη την ομιλία του (https://www.youtube.com/watch?v=zvVDi_Dgf1c), επέλεξα πριν την εκτέλεση του κομματιού, να αναφερθώ στον μεγάλο συνθέτη και σε όλα όσα είχε πει, τα οποία και θεώρησα σημαντικά.

Αξίζει σε αυτό το σημείο, να υπογραμμίσω πως όποιος νομίζει πως η συγκέντρωση της Κυριακής ήταν –αποκλειστικά- μια έξαρση ακροδεξιού εθνικισμού που είχε να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την ονομασία της Μακεδονίας, είναι τουλάχιστον αφελής. Η συγκέντρωση της Κυριακής ήταν ευκαιρία για την μερίδα του Ελληνικού λαού η οποία έχει φιμωθεί από τις «προοδευτικές» δυνάμεις, να διεκδικήσει και αυτό, μία φορά, βήμα στο πεζοδρόμιο. Ποίες είναι όμως οι «προοδευτικές δυνάμεις» και ποιοι οι φιμωμένοι υπόλοιποι;

Οι «προοδευτικές» δυνάμεις, είναι όλες αυτές που αντιμετωπίζουν όλα όσα έχουν να κάνουν με την κυριαρχία της χώρας μας ή ακόμα και με την καθεαυτή ύπαρξή της με απαξίωση και χλευασμό: Από τη σημαία και τα σύνορά της μέχρι τις ένοπλες δυνάμεις και τον εθνικό ύμνο. Ο χλευασμός προς όλα αυτά, τους προσδίδει ένα κύρος «αμεροληψίας», μία αίσθηση ανώτερης κουλτούρας και μία νεοδιανοουμενενίστικη υπεροψία. Ταυτόχρονα, η μεγαλύτερη μερίδα των «προοδευτικών» (με εξαιρέσεις όπως οι αναρχικοί και οι «αντιεξουσιαστές για παράδειγμα, που τα έχουν με όλους και τους είναι αρκετό να καταστρέψουν την περιουσία του άλλου για να πετύχουν μια αίσθηση αυτοπραγμάτωσης) αντιμετωπίζει με σεβασμό, ευλάβεια και κατανόηση τα δικαιώματα οποιασδήποτε άλλης χώρας, οποιουδήποτε άλλου λαού και οποιασδήποτε άλλης θρησκείας, ιδιαίτερα δε εάν πρόκειται για χώρα ή λαό που αποτελεί απειλή ή διεκδικεί με οποιονδήποτε τρόπο ένα κομμάτι της Ελλάδας. Αυτοί είναι λοιπόν οι «προοδευτικοί». Ψυχαναλυτικά συγγράμματα τα οποία προσπαθούν να ρίξουν φως σε όλη αυτή την ανθελληνική διαστροφή (η οποία είναι το ακριβώς αντίθετο με την ταύτιση του μέσου Αμερικανού πολίτη με την πατρίδα του, το οποίο έχει και αυτό παθολογικά στοιχεία) συσχετίζοντας αυτή τη διαταραχή με το μένος κατά της μαμάς και του μπαμπά, έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί, ας μην ανοίξουμε όμως και άλλο μέτωπο σε αυτό το άρθρο.

Οι υπόλοιποι, οι «αφελείς» και οι «κουτοί», πιστεύουν πως η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα και πως όλοι αυτοί που έχυσαν το αίμα τους για να το πετύχουν αυτό (από τον Κολοκοτρώνη και τον Μελά μέχρι τον Αυξεντίου και τον Βλαχάκο), αξίζουν τουλάχιστον να τους τιμήσουμε με το να μην ενδώσουμε σε μία αναίμακτη, διπλωματική μάχη: τη μάχη για την ονομασία των Σκοπίων, η οποία όπως μόλις παρέθεσα, έχει επιφορτιστεί με όλη τη συμβολικότητα της διένεξης μεταξύ των «προοδευτικών» και των «οπισθοδρομικών», που κατέβηκαν την Κυριακή στα πεζοδρόμια στο σύνταγμα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει υπάρξει πέραν πάσης αμφιβολίας ένας ένθερμος πατριώτης και σύμβολο ενότητας για τη χώρα. Από τα βουνά με τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την Μακρόνησο μέχρι την φυλάκιση και την εξορία επί χούντας, σίγουρα δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης όσον αφορά στις αριστερές καταβολές του. Ταυτόχρονα, από την μεταπολίτευση και μετά, δρα ως πρέσβης καλής θελήσεως, συνήθως μέσω της μουσικής του, σε χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει εντάσεις, όπως για παράδειγμα η Τουρκία. Τέλος, δεν έχει διστάσει να υπηρετήσει ως υπουργός της Νέας Δημοκρατίας αλλά και να κατέβει πιο πρόσφατα, το 2012, με τον Μανώλη Γλέζο σε αντιμνημονιακή εκδήλωση, όπου και οι δύο υπήρξαν θύματα δακρυγόνων. Αιώνιος έφηβος, αντιφατικός ακτιβιστής, αγνός έως και αφελής επαναστάτης, δεν έχει διστάσει να τσαλακωθεί και να παραδεχτεί τα λάθη του, σίγουρα όμως δεν έχει υπηρετήσει δογματικά καμία παράταξη, ιδεολογία ή πολιτικό χώρο πέραν της πατρίδας. Κορυφαία του στιγμή για εμένα, την οποία όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να βρω στο διαδίκτυο, η συμπόρευση του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην Ανάσταση στα Χανιά κάπου στις αρχές των 90s. Αν ο Έλληνας είχε την αντίληψη που έπρεπε, θα είχε αντιληφθεί πως αυτό ήταν ένα κολοσσιαίας σημασίας γεγονός, το οποίο σήμανε και την αρχή του τέλους για τον Εμφύλιο στη συλλογική συνείδηση της χώρας.

Αυτός λοιπό είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, ή όσος από αυτόν χωρά σε μια παράγραφο, ο οποίος επίλεξε την Κυριακή (αφού είχε δεχτεί τραμπουκισμό με μπογιές στο σπίτι του την προηγούμενη μέρα), να μιλήσει στο συλλαλητήριο και να πει τα αυτονόητα. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το εξής απλό:

«Εάν υποχωρήσουμε τώρα στην ανοιχτή πρόκληση των Σκοπίων που χωρίς να έχουν παραιτηθεί από τον κύριο στόχο της εθνικής τους πολιτικής επιδιώκουν σήμερα να γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης με την ψήφο τη δική μας για να μπορούν αύριο-μεθαύριο να μας απειλούν από ισχυρότερη θέση, τότε θα είμαστε άξιοι της Μοίρας μας.»

Και για όσους δεν κατάλαβαν, επανέλαβε λίγο πιο κάτω:

«Γιατί μόνο εμείς οι Έλληνες μπορούμε να δώσουμε ή να μη δώσουμε το δικαίωμα στους Σκοπιανούς να οικειοποιούνται στο μέλλον μέσω του ονόματος ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ένα αναπόσπαστο από κάθε άποψη, ιστορική και πολιτισμική, τμήμα του Ελληνισμού. Για να το πω πιο απλά ώστε να γίνω κατανοητός, χρειάζεται η βούλα της Ελλάδας για να θεωρηθούν γνήσιοι Μακεδόνες και όχι χάρτινοι και νόθοι όπως είναι σήμερα.»


Και για όσους και πάλι δεν κατάλαβαν, το αν τα Σκόπια θα λέγονται Μακεδονία (Άνω, Κάτω ή όπως αλλιώς) είναι κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας.  Παρολαυτά,  επιλέγουμε να κατέβουμε σε μία διαπραγμάτευση, όπου και τα πέντε προτεινόμενα ονόματα του κύριου Νιμτς, εμπεριέχουν τον όρο Μακεδονία.

Το να κατεβαίνουμε σε διαπραγματεύσεις όσον αφορά στους όρους δανεισμού μας, νομίζω πως και ο τελευταίος από εσάς θα συμφωνήσει, δεν είναι κάτι για το οποίο έχουμε επιλογή, ειδικότερα μετά από τόσες υπογραφές. Το να κατεβαίνουμε όμως σε διαπραγμάτευση στην οποία αυτό που αρχικά μας προσφέρεται δεν είναι προς συμφέρον μας και όπου διατηρούμε το κυριαρχικό δικαίωμα του βέτο, απλά με ξεπερνά. 

Βγαίνοντας από την αίθουσα της μουσικής σχολής αρκετός κόσμος με ευχαρίστησε για αυτό που είπα. Λίγο μετά την έξοδο, κοιτώντας με αποδοκιμαστικά υπό γωνία, ακουμπώντας σε ένα τοίχο σαν να καθόταν σε δικαστικά έδρανα, ένας κύριος με χειρουργική μάσκα (!) μου είπε με στόμφο και αυταρέσκεια:

«Και οι φουτουριστές της Ιταλίας είχαν πει σημαντικά πράγματα, αλλά υποστήριζαν τον Μουσολίνι»

Δεν είχα ιδέα για τι μου μιλούσε και μάλλον το ξέραμε και οι δύο. Με τα χρόνια έχω μάθει όμως να αγνοώ το τι μου λέει ο άλλος και να επικεντρώνομαι στο γιατί μου το λέει. Ήταν σαφές, λοιπόν, πως αυτό που έπρεπε να ακούσω, από τον σπουδαγμένο διανοούμενο, ήταν το πως είμαι ένας μικρόμυαλος φασίστας. Κάτι το οποίο θα μπορούσα εύκολα να αγνοήσω, ευχαριστώντας τον που μου έδινε την ευκαιρία να μάθω περισσότερα για τους «φουτουριστές» (Όπως και φυσικά έκανα αργότερα την ίδια μέρα).  Η περιέργεια όμως καμιά φορά μας υπερνικά και έτσι τον ρώτησα τι ακριβώς εννοεί. Συνέχισε αναφερόμενος σε διάφορα άλλα παραδείγματα (όπως του Νταλί) για τα οποία εξακολουθούσα να μην έχω την παραμικρή γνώση. Άλλωστε στόχος του δεν ήταν να κάνουμε κάποιο διάλογο αλλά να μου υποδείξει το πόσα πολλά ξέρει αυτός και το πόσα λίγα ξέρω και καταλαβαίνω εγώ.  «Ενδιαφέρουσα μορφή προοδευτικής τρομοκρατίας» σκέφτηκα και αποφάσισα να συνεχίσω για λίγο τον διάλογο, μήπως και βγάλω καμιά άκρη, καταφεύγοντας σε τεχνικές του επαγγέλματος μου:

«Αυτό που ακούω να μου λέτε είναι πως επειδή η συγκέντρωση σήμερα είχε και ακροδεξιά στοιχεία, δεν έπρεπε να μιλήσει σε αυτήν ο Μίκης Θεοδωράκης;»

Άδικος κόπος. Η κασετούλα επανέλαβε την ατάκα για τους φουτουριστές, αυτή τη φορά πιο αργά και με περισσότερο στόμφο, μήπως και αξιωθώ, ο ηλίθιος, να κατανοήσω την αυτονόητη αστρονομική διαφορά επιπέδου που μας χώριζε και έτσι δέσω από μόνος μου, απολογούμενος και ντροπιασμένος το προοδευτικό,  φίμωτρο μου γύρω από το οπισθοδρομικό πρόσωπό μου, αποχωρώντας με σκυμμένος ώμους και την ουρά στα σκέλια . Αφού παρατήρησε μάλλον πως τον κοιτούσα αρκετά χαμένος, με ενημέρωσε πως δεν πρέπει να μπλέκουμε το μουσικό έργο ενός καλλιτέχνη με τις πράξεις του. Με εμένα τα είχε, με τον Μίκη Θεοδωράκη, ποιο ήταν ακριβώς το πρόβλημα αυτού του τύπου;

Στο μυαλό μου ήρθε η Αλέκα Παπαρήγα, σε συγκέντρωση της ΚΝΕ στην οποία είχα παραστεί πριν λίγα χρόνια στο πάρκο Τρίτση: «Η Αντιιμπεριαλιστική νομενκλατούρα δε θα βρει σύμμαχους τους προλετάριους αγωνιστές και ποτέ δε θα συμβιβαστούμε στις προσταγές του καπιταλιστικού συστήματος...»

Δεν είχα ιδέα τι έλεγε (ούτε φυσικά τι μόλις έγραψα) ή τι πρότεινε ή τι αντιπροσώπευε. Το μόνο που καταλάβαινα ήταν πως με κάτι διαφωνούσε, για κάτι διαμαρτυρόταν και πως αυτή ήταν η βάση όλου του επιχειρήματος. Και πως αν εγώ συμφωνούσα με κάτι που αυτή διαφωνούσε, τότε ήμουν απλά ηλίθιος και μέρος του συστήματος.

Από κάτω ακούστηκαν φωνές και πανηγυρισμοί. Η ΑΕΚ κέρδιζε τον Ολυμπιακό 1-2 μέσα στο Καραΐσκάκη με ένα γκολ στο 87’ και ένα στο 94’ και έμπαινε δυναμικά στη κούρσα του τίτλου για το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου μαζί με τον άλλο δικέφαλο, αυτόν της Θεσσαλονίκης. Ο Ολυμπιακός πλέον ήταν τρίτος. Η Νέα Φιλαδέλφεια ήταν σε ντελίριο. Μα πόσο καιρό είχαμε να το δούμε αυτό; Τα τελευταία 20 χρόνια ο Ολυμπιακός έχει πάρει τους 18 από τους 20 τίτλους και η ΑΕΚ πήρε για τελευταία φορά πρωτάθλημα το 1994.  Τελικά όλα είναι δυνατά. Ίσως και να μη υπογράψουμε τα χαρτιά του Νιμτς και ας μας κοστίσει αυτό λίγη νεοδιανοουμενίστικη, «προοδευτική» αυταρέσκεια.

Ευχαρίστησα τον κύριο και αποχώρησα.  Αν δεν υπογράψουμε θα τον βρω και θα τον αφήσω να μου πει τα πάντα για τους φουτουριστές και τον Νταλί και θα τον κοιτάω με γουρλωμένα μάτια όπως ένας δεινόσαυρος τον Αϊνστάιν κουνώντας συγκαταβατικά τη δεινοσαυρίσια κεφάλα μου.


Βασίλης Αντωνάς