Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Οδύσσεια: Οι Σειρήνες και Άλλα Σύμβολα


Η Οδύσσεια αποτελεί αδιαμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερα έργα όλων των εποχών και λίγοι είναι αυτοί, που μελετώντας την,  δεν θα εντοπίσουν παραλληλισμούς με την δική τους πορεία και τις προκλήσεις της ζωής τους. Αυτή είναι άλλωστε και η μαγεία της ραψωδίας, οι οποία βρίθει συμβολισμών, και παρασύρει τον ανήμπορο αναγνώστη στο να αναλογιστεί αλλά και να εντοπίσει πως οι περιπέτειες του πολυμήχανου, βασιλιά της Ιθάκης αντικατοπτρίζουν το δικό του, προσωπικό ταξίδι.

Ο Οδυσσέας, είναι τόσο ήρωας όσο και αντί-ήρωας και αυτό τον καθιστά αρχετυπικά ολοκληρωμένο, δεδομένου του ότι φιλοξενεί τόσο την φωτεινή όσο και την «σκιώδη» (shadow διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αντίθεση λοιπόν με άλλους μυθικούς, ιστορικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες, δεν παρουσιάζεται ως κατοικοεδρεύων σε μία και μοναδική πλευρά, όπως για παράδειγμα το απόλυτο καλό, το απόλυτο κακό, το απόλυτο σοφό, το παντοδύναμο, το απόλυτο ηθικό, το απόλυτο λάθος και ούτω καθεξής. Ο Οδυσσέας εκτός από πορθητής της Τροίας και λυτρωτής (ηρωική περσόνα)  είναι δέσμιος του πάθους του, της αδυναμίας του, της ανθρώπινης «ασκήμιας» του (όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στο «Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο» του Νίτσε αλλά και στον «Φάουστ» του Γκαίτε). Ως εκ τούτου, έχουμε να κάνουμε με έναν χαρακτήρα ολοκληρωμένο (εξατομικευμένο (individuated) σχεδόν) και όχι «ακρωτηριασμένο» ή μονοπολικό. Η ολοκλήρωσή του αυτή, ανοίγει πόρτες, πόρους και οπές και μας επιτρέπει να εισχωρήσουμε στον ψυχισμό του περιπλανώμενου βασιλιά με ευκολία, χωρίς ενδοιασμό, ντροπή, ψευδαισθήσεις ή υπεράνθρωπες απαιτήσεις από τον εαυτό μας και τον ίδιο· και ανεπιφύλακτα, αυθόρμητα, ανακουφιστικά, να ενδώσουμε και να αφεθούμε στην ταύτιση· και με αυτό τον τρόπο μας δίνεται η άδεια και το έναυσμα, για να μεταβολίσουμε, μέσα από το ταξίδι του, τις δικές μας, μοναδικές πληγές και περιπλανήσεις.

Μεγάλοι διανοητές και λογοτέχνες με έφεση προς το ολοκληρωμένο, το εξατομικευμένο και το ανθρώπινο και με κύρια θεματική την οδυνηρή πάλη (ενδοψυχική αλλά και καθημερινή) και αναμέτρηση με την ανθρώπινη υπόστασή, πραγματεύτηκαν, σφετερίστηκαν σχεδόν, την Οδύσσεια σε μια απόπειρα να ερμηνεύσουν και ίσως και να γλυκάνουν την υπαρξιακή  αγωνία· αλλά και τις ενοχές που συνοδεύουν την αποτυχία του να ολοκληρώσουμε τις διαπραγματεύσεις με την σκιά μας με τρόπο κατευναστικό, πριν πεθάνουμε. Οι δουλειές που δεν τελειώνουν (unfinished business), τα θέματα που δεν κλείνουν, τα ανοιχτά μέτωπα είναι ότι πιο βασανιστικό για την ψυχή του ανθρώπου· και η Οδύσσεια δεν τελειώνει ποτέ. Ποιος από εσάς, άλλωστε πίστεψε ποτέ πως μετά τη δολοφονία των μνηστήρων, οι περιπέτειες του Οδυσσέα έφτασαν στο τέλος τους;  Ο Καζαντζάκης σίγουρα όχι.

Ο Καζαντζάκης έγραψε την δικιά του «Οδύσσεια», κοιτώντας, πλάθοντας το μέλλον του Οδυσσέα, από τη στιγμή που ξανακέρδισε το βασίλειό του. Σε αυτό το ποίημα ο Οδυσσέας παρουσιάζεται ακόμα λιγότερο ηρωικός και ανιδιοτελής («δίβουλος, μουλωχτός και καρδιοπλάνος»). Σε αντίθεση με την κοινή άποψη, στο ποίημά του ο Καζαντζάκης δεν αντιστρέφει το πρότυπο του ήρωα· απλά τοποθετεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό φακό, πάνω από χαρακτηριστικά τα οποία μας είναι ήδη γνωστά από το έπος του Ομήρου.

Ο James Joyce,  μεταφέρει τον «Οδυσσέα» από τα ηρωικά πεδία της μάχης και τις αναμετρήσεις με τα τέρατα των θαλασσών στο πρόσωπου ενός απλού Ιρλανδού στις αρχές του 20ου αιώνα και τα γεγονότα της ζωής του κατά τη διάρκεια μίας και μόνο ημέρας. Η μεταφορά, πολύ εύστοχα υπογραμμίζει πως Οδυσσέας είναι ο καθένας, οι Οδύσσειες μπορούν να κρατήσουνε από δέκα χρόνια μέχρι μερικές ώρες και οι χαρακτήρες και οι συνθήκες, γεωγραφικές, χρονικές και άλλες, παίζουν πολύ μικρό ρόλο, μια και όλα είναι μεταφορικά και μεταφερόμενα.

Ο Καβάφης, στη Ιθάκη, ενδεχομένως το πιο γνωστό του ποίημα, καταπιάνεται και αυτός με την υπαρξιακή ματαιότητα και το ανεκπλήρωτο αλλά και με τον συμβολισμό του έπους:

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Ο Καρλ Γιουνγκ, αυτός ο δεξιοτέχνης της αποκωδικοποίησης, αναφέρεται στην Κίρκη, την μάγισσα που μεταμόρφωνε τους άντρες σε γουρούνια, για να υπογραμμίσει το πόσο επιρρεπής, ευμετάβλητη και αδύναμη είναι η αντρική υπόσταση (animus-νους) απέναντι στην γυναικεία (anima-ψυχή), η οποία υποβοηθά την αποκάλυψη της σκοτεινής, «γουρουνίσιας»,  πλευράς του άντρα (chauvinist pig/σοβινιστικό γουρούνι).  (Man and his Symbols)

Ταυτόχρονα, μελετώντας τα συγγράμματα του Γιουνγκ αλλά και άλλων διανοητών, με σχετική ευκολία μπορεί κάποιος να συμπεράνει, πως το συλλογικό και το ατομικό είναι ένα και το αυτό. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση του Οδυσσέα (αλλά και των υπολοίπων από εμάς) οι χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι αποκλειστικά ξεχωριστές, εξωτερικές οντότητες, αλλά αναπόσπαστα κομμάτια του ίδιου του εαυτού και της ίδιας της ψυχής, τα οποία βολικά σχεδόν βρίσκονται εκεί έξω για να μην χρειαστεί να τα αντιμετωπίσουμε εντός τον τειχών του εαυτού μας. Σε συνέχεια λοιπόν της τοποθέτησης του Joyce, όχι μόνο μπορεί να διεξαχθεί Οδύσσεια οπουδήποτε και εντός οποιουδήποτε χρονικού πλαισίου, αλλά δεν χρειάζεται καν περισσότερος από ένας χαρακτήρας για να διεξαχθεί το ταξίδι.  Οι Οδύσσειες μπορούν λοιπόν να διαδραματιστούν από τον καθένα και με οποιαδήποτε διάρκεια και περιεχόμενο. Οι πρωταγωνιστές μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε μορφή και να προβληθούν πάνω στον καμβά ενός ανθρώπου ή μίας κατάστασης εκεί έξω ή να αποτελέσουν κομμάτι του εαυτού μας και των εσωτερικών, ενδοψυχικών,  διλημμάτων και διενέξεών μας.   

Ας κάνουμε όμως μια σύντομη αναδρομή στις περιπέτειες του Οδυσσέα, που αποτελούν ουσιαστικά το μεσαίο μέρος της ιστορίας (στο πρώτο παρακολουθούμε τον Τηλέμαχο να ψάχνει τον πατέρα του και στο τρίτο την σφαγή των μνηστήρων).

Φεύγοντας από την Τροία ο Οδυσσέας σταμάτησε στη χώρα των Κικόνων, για να κλέψει και να λεηλατήσει. Οι Κίκονες, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι με τους Τρώες, δικαιολογημένα επιτέθηκαν στους άντρες του, σκοτώνοντάς τους και παίρνοντάς τους  τα εφόδια. Στη χώρα των Λωτοφάγων, ο Οδυσσέας αποφάσισε πως έπρεπε να δοκιμάσουν τους λωτούς, το φρούτο που σε κάνει να ξεχνάς και έτσι κατέληξε να προσπαθεί να συμμαζέψει τους «αμνησιακούς» άντρες του για να συνεχίσουν τη διαδρομή τους. Και ενώ ο Κύκλωπάς Πολύφημος (γιός του Ποσειδώνα) απολάμβανε την ησυχία του και την απομόνωσή του (μία έκφανση η οποία θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως ρατσιστική/εθνικιστική), ο Οδυσσέας και οι άντρες του εισέβαλαν απρόσκλητοι στη σπηλιά του και όταν αυτός τους ζήτησε το λόγο, τον τύφλωσαν. Δικαιολογημένα ο Ποσειδώνας εξοργίστηκε και το ταξίδι των λίγων εβδομάδων, έμελλε να κρατήσει 10 χρόνια.

Σε αυτό το σημείο, με ενδιαφέρον παρατηρούμε πως ακόμα και πριν από την κατάρα του Ποσειδώνα, ο Οδυσσέας είχε καταφέρει να μπλέξει, εκούσια τρεις φορές. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό μάθημα για όσους πιστεύουν πως για όλα ευθύνεται η κακή τους τύχη. Μάλιστα στη συνέχεια ο Οδυσσέας στάθηκε πολύ τυχερός, αφού ο Αίολος του έδωσε όλους τους ανέμους σε ένα σακί, κρατώντας έξω μόνο τον Δυτικό, ο οποίος και θα τον μετέφερε με ασφάλεια στην Ιθάκη. Οι άντρες του, οι οποίοι προφανώς και αποτελούν προέκταση του ιδίου, με απληστία τους απελευθερώνουν, πιστεύοντας πως το σακί περιέχει χρυσό. Λίγο μετά,  οι ανθρωποφάγοι γίγαντες Λαιστρυγόνες, βύθισαν τα δέκα από τα έντεκα καράβια του Οδυσσέα, αφού αυτά ελλιμενίστηκαν στο νησί τους, προφανώς χωρίς να πάρουν καμία άδεια από το τοπικό λιμεναρχείο. Η παρέα αυτή σίγουρα δεν διάβασε ποτέ τις οδηγίες προς ναυτιλλόμενους.

Με την Κίρκη, την οποία ο Οδυσσέας επισκέφτηκε, τα πράγματα πήγαν λίγο πιο καλά. Αφού μετέτρεψε τους άντρες του σε γουρούνια, δέχτηκε, υπό την απειλή του ξίφους,  να τους επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους αν ο Οδυσσέας έμενε μαζί της και της έδινε την «αγάπη του». Ο συμβολισμός περί εκπόρνευσης, εκατέρωθεν, με την απουσία πραγματικής αγάπης να αποτελεί κεντρικό σημείο του συμβάντος, είναι αρκετά σαφής. Σαφής είναι και ο συμβολισμός του (νεκρού πλέον) Τειρεσία, τον οποίο ο Οδυσσέας συναντά στον Άδη για να λάβει βοήθεια. Ο γέρος μάντης αποτελεί πατρική φιγούρα αλλά και αντιπροσωπεύει τη σοφία και τις απαντήσεις που ο καθένας μπορεί να κρύβει βαθειά μέσα του.

*Οι Σειρήνες αποτελούν για εμένα το πιο ξεχωριστό και μυστηριώδες κομμάτι του ταξιδίου και διαφέρουν σε αρκετά σημεία από όλους τους άλλους σταθμούς. Πρώτον και κύριο, δεν αποτέλεσαν σταθμό. Το πλοίο του Οδυσσέα, συνεχίζει κανονικά την πορεία του και ενώ οι ναύτες έχουν βουλώσει τα αυτιά τους με κερί για να μην παρασυρθούν από το μαγικό τους τραγούδι, ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι τους εκλιπαρεί να τον απελευθερώσουν. Το γεγονός πως η πορεία συνεχίζεται κανονικά σε συνδυασμό με το ότι ο Οδυσσέας έχει λάβει προληπτικά μέτρα τόσο για τους ναύτες του όσο και για τον εαυτό του, αποτελεί καινοτομία για τον τολμηρό και περίεργο ναυτικό. Το δεύτερο πράγμα που αποτελεί καινοτομία, είναι το πώς η συνάντηση δεν καταλήγει σε οποιασδήποτε μορφής ουσιαστική επαφή η οποία να μπορεί να επιφέρει οποιασδήποτε μορφής συνέπειες.

Ποιες είναι όμως οι Σειρήνες; Κάποιοι λένε πως ήταν οκτώ και κάποιοι πως ήταν μόνο δύο, μία υπέροχη στην όψη και μία ακαταμάχητη στον λόγο. Βάσει της θεωρίας μας, αυτό δεν έχει καμία σημασία και θα μπορούσαν να είναι από δεκάδες χιλιάδες ξεχωριστές οντότητες, μέχρι μία και μοναδική γυναίκα· ή και απλά ένα κομμάτι από την ψυχή του Οδυσσέα, όπως για παράδειγμα οι «δέκα άντρες» του πλοίου,  που με βουλωμένα αυτιά, έδεσαν τον Οδυσσέα και απλά συνέχισαν την πορεία τους. Σε ένα πιο βαθύ ψυχαναλυτικό πλαίσιο, οι δέκα άντρες αποτελούν το «υπερεγώ» (superego), τον εσωτερικό προστατευτικό μηχανισμό ο οποίος υπαγορεύει τα σωστά και τα «πρέπει» και οι σειρήνες το «εκείνο» (id), δηλαδή τα πάθη, τις επιθυμίες και τα σκοτεινά, παρορμητικά μας ένστικτα. Εν ολίγοις και υπό ένα πιο Γιουνγκιανό πρίσμα, η πολωτική διαίρεση αυτή του αρχέτυπου, συμβολίζει την αδυναμία του ανθρώπου να ενσωματώσει και να φιλοξενήσει ταυτόχρονα το άσπρο και το μαύρο. Και σε αυτό το σημείο και ο ίδιος ο Οδυσσέας λυγίζει και αποφασίζει να μην ρισκάρει, στηριζόμενος αποκλειστικά στην πειθαρχεία των αντρών του, σε ένα τέχνασμα αυτοματισμού και στα εθελοντικά δεσμά του, αρνούμενος να βιώσει από κοντά οποιεσδήποτε συνέπειες θα επέφερε η επαφή του με τις σειρήνες. Η απόφαση του να ακούσει το τραγούδι τους, μόνο εν μέρει του δίνει πρόσβαση σε αυτά τα πλάσματα και επί της ουσίας αποδεικνύει πως ο θάνατος και ο έρωτας τον οποίον οι σειρήνες συμβολίζουν (μαζί με την θάλασσα (σύμβολο της ψυχής και της θηλυκής οντότητας/anima)), είναι πιο δυνατοί αντίπαλοι ακόμα και από τον ίδιο τον Οδυσσέα. Ασαφές παραμένει το αν οι Σειρήνες κατασπάραζαν τους ναυτικούς, τους οδηγούσαν στα βράχια ή αν αυτοί απλά ξεχνούσαν τον προορισμό τους και έμεναν εκεί για πάντα. Ο Οδυσσέας και ο κάθε Οδυσσέας δε θα το μάθει ποτέ αυτό και αυτό είναι η τρίτη ουσιαστική διαφορά που οι Σειρήνες έχουν από όλους τους άλλους χαρακτήρες της Οδύσσειας. Σε συνδυασμό δε με το πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνουν στη ιστορία και το πόσο γρήγορο, ασυνείδητο,κυριολεκτικά, είναι το πέρασμα από αυτές, τότε, πιστεύω, είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως επί της ουσίας αποτελούν την σκιά της σκιάς, το πιο σκοτεινό, τρομακτικό, απρόσιτο σημείο της ψυχής το οποίο είμαστε καταδικασμένοι να μην μπορούμε να φτάσουμε και να αγγίξουμε ποτέ.

Συγχρονιστικά, ακολουθούν η Σκύλλα και η Χάρυβδη. Το πέρασμα, όπως και πολλά διλλήματα και επιλογές στη ζωή , δεν μπορεί να αποφευχθεί, πρέπει, μοιραία, να υπάρξει θυσία. Επιλέγεται να θυσιαστούν έξι άντρες, φαγωμένοι από τα έξι κεφάλια της Σκύλλας, παρά να βυθίσει ολόκληρο το πλοίο η Χάρυβδη. Υπογραμμίζεται σε αυτό το σημείο πως δεν μπορείς να ξεφεύγεις πάντα, απλά αγοράζεις χρόνο μέχρι να κάνεις την πληρωμή σου. Μπορεί να γλυτώσει από τις Σειρήνες, τα περάσματα όμως που ακολουθούν θα έχουν υποχρεωτικό τίμημα.

Οι λιγοστοί εναπομείναντες άντρες, χάνονται στο νησί του Ήλιου, αφού έσφαξαν και έφαγαν τα βόδια του, στο πλαίσιο της γνωστής πλέον ανυπακοής τους προς τη φύση. Μόνος του, ο Οδυσσέας, προσαράζει στο νησί της Καλυψούς,  όπου και μένει για εφτά χρόνια, ενώ αυτή του υπόσχεται αθανασία. Κάτι σαν τον «Τελευταίο Πειρασμό». Στους Φαίακες, ο Οδυσσέας διηγείται την ιστορία του, αποφεύγει να μπλέξει με την κόρη του Βασιλιά, Ναυσικά (η οποία μοιάζει ούτως ή άλλως ως ιδιαίτερα γήινη και κοινή μετά από την Κίρκη και την Καλυψώ) και οδεύει προς το μακελειό με τους μνηστήρες στην Ιθάκη και ενδεχομένως την Οδύσσεια που θα επακολουθήσει την επανένωση του με την Πηνελόπη· και την οποία ο ποιητής, σοφά επιλέγει να μην μοιραστεί μαζί μας, ελπίζοντας πως ο αναγνώστης έχει πιάσει , επιτέλους, το νόημα.

Βασίλης Αντωνάς
*Πίνακας Herbert James Draper, Ulysses and the Sirens, 1909

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Η Σιωπή


Ανά καιρούς, στον καναπέ του γραφείου μου βρίσκονται ζευγάρια, τα οποία επιθυμούν να δώσουν στη σχέση τους άλλη μία ευκαιρία. Οι προκλήσεις στη θεραπεία ζευγαριών είναι πολλές: να μην ταυτιστείς με κάποιον από τους δύο, να μην λυπηθείς τον έναν περισσότερο από τον άλλον, να μην μπεις στη θέση του διαιτητή και πολλά ακόμα. Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση, είναι να μην εμπλακείς με την ιστορία του ζευγαριού, με τον ίδιο τρόπο που και οι ίδιο έχουν εμπλακεί για χρόνια και να μπορέσεις να τους προσφέρεις μία αναπλαισιωμένη, εναλλακτική οπτική.

Οι περισσότερες ιστορίες, ευτυχώς έχουν χαρακτηριστικές επικεφαλίδες και ένας υποψιασμένος ψυχοθεραπευτής με εμπειρία και οξυδέρκεια, θα πρέπει να είναι σε θέση να τις εντοπίζει εντός σχετικά μικρού διαστήματος.  Μία από τις πιο συνηθισμένες, είναι η «Εγώ είμαι συναισθηματικός/η και αυτός/η αναίσθητος/η».  Στις πλείστες περιπτώσεις η επικεφαλίδα αυτή αφορά μία «εκφραστική, ευάλωτη και ευαίσθητη» γυναίκα και έναν «συγκρατημένο, σιωπηλό, απόμακρο» άντρα, παρότι στις μέρες μας και με την εξέλιξη που έχει υπάρξει όσον αφορά στους ρόλους των φύλων, πολλές φορές ισχύει και το αντίθετο.

Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, το ενδιαφέρον μου τραβάει το «φιμωμένο» μέλος του ζευγαριού και δεν είναι λίγες οι φορές που από τη δεύτερη η τρίτη κιόλας συνεδρία, επιλέγω να βλέπω τους συντρόφους και χωριστά, ούτως ώστε να ξεφύγουμε όλοι από τις δυναμικές του συστήματος. Το σιωπηλό μέλος, είναι σχεδόν πάντα το πρώτο που θα δω και οι συζητήσεις συνήθως αποκαλυπτικές και ενίοτε καθαρτικές.

Η αρχέτυπη άποψη π.χ. στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα τελευταία χρόνια, είναι πως οι γυναίκα περνά όλη της την μέρα ανησυχώντας για το μέλλον της σχέσης, συντηρώντας και εκφράζοντας  την επιθυμία για επικοινωνία και συλλογή πληροφοριών (γνωστή και ως «μουρμούρα»)  όχι μόνο ως μέσο γεφύρωσης και συσχέτισης αλλά και ως ελεγκτικού μέσου καθησυχασμού για την ίδια (και κατά προέκταση αυξημένης δυνατότητας είτε να δημιουργήσει είτε να διατηρήσει την οικογένειά της, προβλέποντας, περιορίζοντας και αποφεύγοντας κινδύνους, κάτι το οποίο εντάσσεται εντός των απολύτως, φυσιολογικών, ένστικτων). Από την άλλη πλευρά, ο άντρας παρουσιάζεται ως ένα αρκετά πιο απλό και μονοδιάστατο ον (και κατά κάποιον τρόπο σαφέστατα και είναι, δεδομένου του ότι έχει επωμιστεί έναν αρκετά πιο απλό ρόλο στην αποστολή της διαιώνισης του είδους) και έτσι ενώ η γυναίκα μοιράζεται τις βαθιές της ανησυχίες όσον αφορά στο «που οδεύει η σχέση», αυτός σκέφτεται τον επόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα και το αν θα πάρει την πίτσα του με μοτσαρέλα ή χωρίς (γνωστό και ως αδιαφορία η ρηχότητα). Τα στερεότυπα, ποτέ δεν δημιουργούνται τυχαία και όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Τα παραπάνω ισχύουν πολλές φορές· δεν αναιρούν όμως και άλλες διαστάσεις της πραγματικότητας, οι οποίες είναι λιγότερο γραφικές και διασκεδαστικές και περισσότερο επώδυνες, συνήθως για το φερόμενο ως «αναίσθητο» μέρος του ζεύγους.

Η σιωπή επιτελεί πολλούς σκοπούς και στις περιπτώσεις που δεν είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικό ιδιοσυγκρασιακής εσωστρέφειας αποτελεί σύμπτωμα· και όπως όλα τα συμπτώματα, είναι σημαντικότερο πρωτίστως να τα κατανοήσουμε και να τα αξιοποιήσουμε παρά να τα καταδικάσουμε ή να τα ανατρέψουμε και να τα ξεφορτωθούμε. Στα συστήματα, οικογενειακά, εταιρικά, κοινωνικά και άλλα, εκλαμβάνεται συνήθως ως ένδειξη δύναμης, σαγηνευτικού μυστήριου και ελέγχου, σε συνάρτηση με άλλες συνθήκες και ιεραρχίες που επικρατούν. Μεταξύ ζευγαριών τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά. Το σιωπηλό μέλος είναι συνήθως αυτό που περιορίζει μέσα του την ένταση, προσπαθεί να συντηρήσει τον μύθο του και ενδεχομένως μια μυστηριώδη και δυναμική περσόνα ή αλυσοδένει την εκάστοτε παθογένεια, δεδομένου του ότι το έτερο μέλος την εκτονώνει απερίφραστα, ανεπιφύλακτα και αδιακρίτως.  Ως εκ τούτου, μαζί με την διατήρηση της σιωπής, ο «αναίσθητος» σύντροφος, αναλαμβάνει, στωικά, αυτό-τιμωρητικά  σχεδόν (ενδεχομένως στο πλαίσιο δικής του ψυχοπαθολογίας και ροπής προς την ματαίωση), έναν προστατευτικό ρόλο, με κύριο σκοπό να αποφευχθεί η διένεξη και να συντηρηθεί το status quo. Παραδόξως και σε αντίθεση με την επικρατούσα ερμηνεία, αυτή η επί της ουσίας αμυντική στάση, είναι πιο συχνά σημάδι αδυναμίας κα φόβου παρά ένδειξη κυριαρχίας και αυτοσυγκράτησης.

Επί της ουσίας, πρόκειται για μία μαζοχιστική, αυτό-στερητική έκφανση (πολλές φορές προϊόν τραυματικής εμπειρίας κατά τη διάρκεια του πρωκτικού σταδίου στα παιδικά χρόνια)  και όσοι έχουν γνώση βασικών αρχών ψυχολογίας, θα έχουν ήδη συνειδητοποιήσει, πως  αυτόματα σχεδόν, αυτή η δυναμική, χάριν της διατήρησης του συστημικού ισοζυγίου,  κινεί το άλλο μέλος προς μία σαδιστική, επί της ουσίας καταδιωκτική στάση όχι πολύ διαφορετική από αυτήν του καρχαρία που μυρίζεται αίμα ή μιας αγέλης άγριων σκύλων που κυνηγούν ένα θήραμα που τρέχει, χωρίς καν να έχουν πρόθεση να το φάνε. Έτσι όμως είναι τα βασικά, φυσικά ένστικτα και οι σαδομαζοχιστικοί χοροί, όπου οι παρτενέρ δεν βρίσκονται τυχαία και ουσιαστικά προσδοκούν με την βοήθεια του άλλου να επουλώσουν τα αναπτυξιακά τους τραύματα. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) είναι αδύνατον να τα αποβάλλουμε, να τα ελέγξουμε ή ακόμα και να τα καταλάβουμε πολλές φορές, χωρίς τη βοήθεια κάποιου τρίτου και σκληρή δουλειά. Κατά βάση, είμαστε μαριονέτες της αλληλοσυμπληρωματικής μας παθολογίας.   

Εύκολα γίνεται λοιπόν αντιληπτό, πως οι «σιωπηλοί» όχι μόνο δεν παρατάσσουν μία κυρίαρχη στάση αλλά επί της ουσίας βιώνουν μια διαρκή και επαναλαμβανόμενη, τραυματική αγωνία και μέσα και έξω από την ψυχική τους διάσταση. Ειρωνικά, σε όλο αυτό, συνήθως προστίθεται και η αντίληψη που αποκτούν οι γύρω, η οποία συνήθως κατατάσσει τον «σιωπηλό» ως τον «αδιάφορο, αναίσθητο θύτη» και τον «εκφραστικό» ως αυτόν που προσπαθεί γενναία και δραστικά να βελτιώσει την σχέση και να εδραιώσει γέφυρες επικοινωνίας. Συνεπώς, η καταδίωξη επεκτείνεται και έξω από το δυαδικό σύστημα, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα ντροπής, απόγνωσης,  αγανάκτησης, θυμού και θλίψης με ότι αυτό συνεπάγεται. Ως συνέπεια, πολλές φορές, ο «σιωπηλός» αναγκάζεται να εκτονώσει το εσωτερικό του μπούχτισμα είτε με εξάρσεις οργής, είτε με διάφορες καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις είτε ακόμα και παρουσιάζοντας ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα στομαχικές διαταραχές, έλκος, μυοσκελετικό άλγος ή και βαρύτερες ακόμα παθήσεις. Ή, ακόμα συχνότερα, με ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση και σιωπή, το οποίο φυσικά εντείνει την μανία και την σαδιστική καταδίωξη από τον εκάστοτε διώκτη.  

Τα παραπάνω φυσικά δεν αφαιρούν την ευθύνη από κανέναν ούτε και διασφαλίζουν πως η σιωπή δεν μπορεί να είναι και παθητικά επιθετικό ή χειριστικό όπλο. Ταυτόχρονα, τον ίδιο ρόλο με την σιωπή, μπορεί να παίξει και η υπερβολική «φασαρία», όπου ο ένας από τους δύο συντρόφους δημιουργεί διαρκώς συνθήκες παιχνιδιάρικής και αφελούς έντασης, αποφεύγοντας οποιαδήποτε ουσιαστική συσχέτιση, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο «σιωπηλός» τα κρατάει όλα μέσα του: τον καθησυχασμό του συντρόφου του και την αποφυγή διενέξεων και επώδυνων διαπραγματεύσεων. Αυτά όμως θα το πραγματευτούμε σε κάποιο μελλοντικό άρθρο. Προς το παρών, μην πιστεύετε όλα όσα βλέπετε. Συνήθως, δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου.
Βασίλης Αντωνάς