Το άρθρο παραχωρήθηκε από την Ηρώ Φραγκάκη και βασίζεται σε εκτεταμένη έρευνά της.*
Στις αρχές του 21ου αιώνα ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει μια πληθώρα αγχογόνων καταστάσεων ζώντας μέσα στο ατελείωτο κυνηγητό της «υλικής ευτυχίας», η δίνη του οποίου παρασέρνει τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά και τις σχέσεις μας. Παρόλα αυτά, βασική προτεραιότητα για κάθε άνθρωπο παραμένει η σχέση του με τους άλλους, αφού κατά βάθος όλοι χρειαζόμαστε ένα ανθρώπινο άγγιγμα για να είμαστε ευτυχισμένοι. Αντιμέτωπος , λοιπόν, ο εαυτός μας με το σύγχρονο τρόπο ζωής παλεύει να αντεπεξέλθει με τις δικές του άμυνες και τα δικά του όπλα για να καταφέρει για να βρει την ευτυχία του, με αποτέλεσμα ο καθένας από εμάς να διαθέτει ένα δικό του μηχανισμό που καθορίζει σημαντικά και την προσωπικότητά μας.
Έτσι, δημιουργούνται διάφοροι τύποι προσωπικότητας που συνδέονται περίτεχνα στο κουβάρι των ανθρώπινων σχέσεων (και στην ακραία τους μορφή αποτελούν ένα είδος διαταραχής) ανάμεσα στους οποίους είναι και ο ναρκισσιστής και ο οριακός, που αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς δημιουργείται συχνά μια σχέση ανάμεσά τους.
Ο ναρκισσιστής είναι ένας άνθρωπος που αποπνέει έναν αέρα δύναμης και επιτυχίας έχοντας την αίσθηση του μεγαλείου και της σπουδαιότητας και αναζητά έναν άνθρωπο που να του δείχνει συνεχώς το θαυμασμό και την αποδοχή του και έτσι να λειτουργεί σαν καθρέφτης του εαυτού του (James & Masterson, 1988). Δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα των άλλων και συχνά τους αντιμετωπίζει με αδιαφορία και υποτίμηση. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, ο ναρκισσιστής διαθέτει μια επιφανειακή αυτοπεποίθηση, κάτω από την οποία, όμως, κρύβεται ένα τραυματισμένο εγώ γεμάτο από συναισθήματα έντονου εσωτερικού θυμού και ανασφάλειας. Παράλληλα, ο οριακός είναι ο άνθρωπος που διακατέχεται από έντονη ανασφάλεια, συναισθηματική αστάθεια και έναν ακατανίκητο φόβο εγκατάλειψης. Σύμφωνα με τη Melanie Klein, ο οριακός αμφιταλαντεύεται συχνά ανάμεσα σε συναισθήματα εξιδανίκευσης και υποτίμησης του συντρόφου του λόγω της δικής του εσωτερικής ανασφάλειας και προβάλλει στον άλλον αυτά που στην πραγματικότητα πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του. Ο οριακός έχει ανάγκη δίπλα του έναν άνθρωπο για να στηριχθεί επάνω του, να αποποιηθεί των ευθυνών του και να νιώσει στοργή και ασφάλεια, προσπαθώντας έτσι να καλύψει τα συναισθήματα κατωτερότητας και το εσωτερικό άγχος που νιώθει.
Αυτοί, λοιπόν, οι δύο τύποι προσωπικότητας συχνά συνάπτουν σχέση μεταξύ τους γιατί βρίσκουν ο ένας στον άλλο το κατάλληλο έδαφος για να καλύψουν τις εσωτερικές του ανάγκες και να διατηρήσουν την παθολογία τους. Πρόκειται για δύο τύπους προσωπικότητας που αλληλοσυμπληρώνονται, γιατί κατά βάθος βιώνουν παρόμοια συναισθήματα μειονεξίας που εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Ο οριακός , δηλαδή, κρέμεται πάνω από το ναρκισσιστή για να νιώσει ασφάλεια και ο ναρκισσιστής βρίσκει στο πρόσωπο του οριακού το θαυμασμό και την επιβεβαίωση που χρειάζεται. Για να στηρίξουμε αυτή την άποψή μας για την έλξη αυτών των ατόμων, πραγματοποιήσαμε μια μικρή έρευνα που μελετά τόσο τα ναρκισσιστικά και τα οριακά χαρακτηριστικά όσο και το μοντέλο της σχέσης διαφόρων ζευγαριών της ελληνικής πραγματικότητας, με στόχο να ανακαλύψουμε αν όντως συναντάται συχνά το μοντέλο σχέσης ναρκισσιστής-οριακός. Το δείγμα μας είναι συμπτωματικό και αποτελείται από ζευγάρια ηλικίας 18-35 ετών που έχουν σχέση πάνω από ένα χρόνο και είναι είτε φοιτητές είτε εργαζόμενοι. Η έρευνά μας χρησιμοποιεί ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείται από 10 ερωτήσεις κλειστού τύπου που διαχωρίζουν τα χαρακτηριστικά του οριακού και του ναρκισσιστή και μελετούν το μοντέλο της σχέσης τους και από τις απαντήσεις προκύπτουν πέντε τύποι προσωπικότητας: ο οριακός, ο ναρκισσιστής, αυτός που τείνει προς το ναρκισσισμό, αυτός που έχει μια τάση προς τα οριακά χαρακτηριστικά και αυτός που ισορροπεί ανάμεσα στις δύο κατηγορίες.
Τα αποτελέσματά μας ήταν τα εξής:
· Το 40% των ατόμων παρουσιάζει ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά.
· Το 15% παρουσιάζει μια τάση προς το ναρκισσισμό.
· Το 20% των ατόμων ισορροπεί ανάμεσα στις δύο κατηγορίες.
· Το 25% παρουσιάζει μια τάση προς τα οριακά χαρακτηριστικά.
· Δεν εμφανίζονται άτομα που να χαρακτηρίζονται απόλυτα από τα οριακά χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στο μοντέλο σχέσης των ζευγαριών προκύπτει ότι:
· Το 40% των σχέσεων έχουν το μοντέλο ναρκισσιστής- τείνει προς οριακός.
· Το 10% έχουν το μοντέλο τάση προς ναρκισσιστή-τάση προς οριακό.
· Το 10% έχουν το μοντέλο ναρκισσιστής-ισορροπημένος.
· Το 10% έχουν το μοντέλο ισορροπημένος-τείνει προς ναρκισσιστής.
· Το 10% έχουν το μοντέλο ισορροπημένος-ισορροπημένος.
· Το 10% έχουν το μοντέλο ναρκισσιστής-ναρκισσιστής.
· Το 10% έχουν το μοντέλο ναρκισσιστής-τείνει προς ναρκισσιστής.
· Δεν εμφανίζεται κανένα ζευγάρι με το μοντέλο οριακός-οριακός.
Αρχικά, θα ήθελα να τονίσω ότι το 40% του δείγματος παρουσιάζει ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, ενώ μόνο το 25% παρουσιάζει μια τάση προς τα οριακά χαρακτηριστικά, στοιχείο που μας οδηγεί στη σκέψη ότι είναι πιο εύκολο να εκφράσει κάποιος ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά παρά οριακά και κατ’ επέκταση να υιοθετήσει μηχανισμούς άμυνας ναρκισσιστικής φύσεως. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το δείγμα μας αποτελείται από άτομα ηλικίας 18-35, συμπεραίνουμε ότι αυτή η έντονη ναρκισσιστική τάση μπορεί να σχετίζεται και με τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας που προωθεί το μοντέλο του ναρκισσιστικού προσώπου, καθώς επιβάλλει στους ανθρώπους να φαίνονται πάντα δυνατοί και άτρωτοι και δε δέχεται τις ανθρώπινες αδυναμίες. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό, της τάξεως του 40%, των σχέσεων που μελετήθηκαν πληρούν τις προϋποθέσεις του μοντέλου ναρκισσιστής-οριακός και εμφανίζουν μια σταθερότητα στους ρόλους τους μέσα στη σχέση. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεσή μας για τη συχνή δημιουργία σχέσης ανάμεσα σε έναν οριακό και ένα ναρκισσιστή που προσπαθούν ενδόμυχα να καλύψουν τις εσωτερικές τους ανάγκες και ανασφάλειες. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι δε συναντήσαμε το μοντέλο σχέσης οριακός-οριακός, γεγονός που μας οδηγεί στην υπόθεση ότι είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μια σχέση ανάμεσα σε δύο οριακούς, καθώς χαρακτηρίζονται και οι δύο από συναισθήματα κατωτερότητας και ανασφάλειας και δεν μπορούν να καλύψουν τα συναισθηματικά κενά τους. Αυτή η μικρή και σίγουρα όχι καταληκτική έρευνα δίνει μια ενδεικτική εικόνα για τα μοντέλα των σχέσεων της σύγχρονης εποχής, χωρίς όμως να μπορεί να γενικεύσει τα συμπεράσματά της σε όλο τον πληθυσμό, καθώς το δείγμα της είναι μικρό ενώ το φάσμα των ανθρώπινων ιδιαιτεροτήτων τεράστιο.
Η σύμπραξη, λοιπόν, αυτών των δύο τύπων ατόμων μπορεί φαινομενικά να οδηγεί σε μια αρμονική σχέση, όμως στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τις εσωτερικές ανασφάλειες των δύο ατόμων και διατηρεί την παθολογία τους, ενώ οι ουσιαστικές σχέσεις πρέπει να διέπονται από αληθινά συναισθήματα αγάπης και στοργής για τον άλλο.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Βασίλη Αντωνά, Διευθύνοντα Σύμβουλο της Impact, για την πολύτιμη βοήθειά του.
Ηρώ Φραγκάκη
Εφημερίδα Κηφισιά 2009