Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Ο Μίκης Θεοδωράκης συναντά τους Ιταλούς «Φουτουριστές» στη Νέα Φιλαδέλφεια.


Την Κυριακή που μας πέρασε, είχα την ευκαιρία να φιλοξενηθώ από γνωστή μουσική σχολή στη Νέα Φιλαδέλφεια, για να παίξω στο πιάνο ένα κομμάτι του Μίκη Θεοδωράκη. Έχοντας παρευρεθεί λίγες ώρες πριν στο μεγάλο συλλαλητήριο για την ονομασία της Μακεδονίας, και έχοντας ακούσει με προσοχή όλη την ομιλία του (https://www.youtube.com/watch?v=zvVDi_Dgf1c), επέλεξα πριν την εκτέλεση του κομματιού, να αναφερθώ στον μεγάλο συνθέτη και σε όλα όσα είχε πει, τα οποία και θεώρησα σημαντικά.

Αξίζει σε αυτό το σημείο, να υπογραμμίσω πως όποιος νομίζει πως η συγκέντρωση της Κυριακής ήταν –αποκλειστικά- μια έξαρση ακροδεξιού εθνικισμού που είχε να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την ονομασία της Μακεδονίας, είναι τουλάχιστον αφελής. Η συγκέντρωση της Κυριακής ήταν ευκαιρία για την μερίδα του Ελληνικού λαού η οποία έχει φιμωθεί από τις «προοδευτικές» δυνάμεις, να διεκδικήσει και αυτό, μία φορά, βήμα στο πεζοδρόμιο. Ποίες είναι όμως οι «προοδευτικές δυνάμεις» και ποιοι οι φιμωμένοι υπόλοιποι;

Οι «προοδευτικές» δυνάμεις, είναι όλες αυτές που αντιμετωπίζουν όλα όσα έχουν να κάνουν με την κυριαρχία της χώρας μας ή ακόμα και με την καθεαυτή ύπαρξή της με απαξίωση και χλευασμό: Από τη σημαία και τα σύνορά της μέχρι τις ένοπλες δυνάμεις και τον εθνικό ύμνο. Ο χλευασμός προς όλα αυτά, τους προσδίδει ένα κύρος «αμεροληψίας», μία αίσθηση ανώτερης κουλτούρας και μία νεοδιανοουμενενίστικη υπεροψία. Ταυτόχρονα, η μεγαλύτερη μερίδα των «προοδευτικών» (με εξαιρέσεις όπως οι αναρχικοί και οι «αντιεξουσιαστές για παράδειγμα, που τα έχουν με όλους και τους είναι αρκετό να καταστρέψουν την περιουσία του άλλου για να πετύχουν μια αίσθηση αυτοπραγμάτωσης) αντιμετωπίζει με σεβασμό, ευλάβεια και κατανόηση τα δικαιώματα οποιασδήποτε άλλης χώρας, οποιουδήποτε άλλου λαού και οποιασδήποτε άλλης θρησκείας, ιδιαίτερα δε εάν πρόκειται για χώρα ή λαό που αποτελεί απειλή ή διεκδικεί με οποιονδήποτε τρόπο ένα κομμάτι της Ελλάδας. Αυτοί είναι λοιπόν οι «προοδευτικοί». Ψυχαναλυτικά συγγράμματα τα οποία προσπαθούν να ρίξουν φως σε όλη αυτή την ανθελληνική διαστροφή (η οποία είναι το ακριβώς αντίθετο με την ταύτιση του μέσου Αμερικανού πολίτη με την πατρίδα του, το οποίο έχει και αυτό παθολογικά στοιχεία) συσχετίζοντας αυτή τη διαταραχή με το μένος κατά της μαμάς και του μπαμπά, έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί, ας μην ανοίξουμε όμως και άλλο μέτωπο σε αυτό το άρθρο.

Οι υπόλοιποι, οι «αφελείς» και οι «κουτοί», πιστεύουν πως η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα και πως όλοι αυτοί που έχυσαν το αίμα τους για να το πετύχουν αυτό (από τον Κολοκοτρώνη και τον Μελά μέχρι τον Αυξεντίου και τον Βλαχάκο), αξίζουν τουλάχιστον να τους τιμήσουμε με το να μην ενδώσουμε σε μία αναίμακτη, διπλωματική μάχη: τη μάχη για την ονομασία των Σκοπίων, η οποία όπως μόλις παρέθεσα, έχει επιφορτιστεί με όλη τη συμβολικότητα της διένεξης μεταξύ των «προοδευτικών» και των «οπισθοδρομικών», που κατέβηκαν την Κυριακή στα πεζοδρόμια στο σύνταγμα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει υπάρξει πέραν πάσης αμφιβολίας ένας ένθερμος πατριώτης και σύμβολο ενότητας για τη χώρα. Από τα βουνά με τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την Μακρόνησο μέχρι την φυλάκιση και την εξορία επί χούντας, σίγουρα δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης όσον αφορά στις αριστερές καταβολές του. Ταυτόχρονα, από την μεταπολίτευση και μετά, δρα ως πρέσβης καλής θελήσεως, συνήθως μέσω της μουσικής του, σε χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει εντάσεις, όπως για παράδειγμα η Τουρκία. Τέλος, δεν έχει διστάσει να υπηρετήσει ως υπουργός της Νέας Δημοκρατίας αλλά και να κατέβει πιο πρόσφατα, το 2012, με τον Μανώλη Γλέζο σε αντιμνημονιακή εκδήλωση, όπου και οι δύο υπήρξαν θύματα δακρυγόνων. Αιώνιος έφηβος, αντιφατικός ακτιβιστής, αγνός έως και αφελής επαναστάτης, δεν έχει διστάσει να τσαλακωθεί και να παραδεχτεί τα λάθη του, σίγουρα όμως δεν έχει υπηρετήσει δογματικά καμία παράταξη, ιδεολογία ή πολιτικό χώρο πέραν της πατρίδας. Κορυφαία του στιγμή για εμένα, την οποία όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να βρω στο διαδίκτυο, η συμπόρευση του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην Ανάσταση στα Χανιά κάπου στις αρχές των 90s. Αν ο Έλληνας είχε την αντίληψη που έπρεπε, θα είχε αντιληφθεί πως αυτό ήταν ένα κολοσσιαίας σημασίας γεγονός, το οποίο σήμανε και την αρχή του τέλους για τον Εμφύλιο στη συλλογική συνείδηση της χώρας.

Αυτός λοιπό είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, ή όσος από αυτόν χωρά σε μια παράγραφο, ο οποίος επίλεξε την Κυριακή (αφού είχε δεχτεί τραμπουκισμό με μπογιές στο σπίτι του την προηγούμενη μέρα), να μιλήσει στο συλλαλητήριο και να πει τα αυτονόητα. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το εξής απλό:

«Εάν υποχωρήσουμε τώρα στην ανοιχτή πρόκληση των Σκοπίων που χωρίς να έχουν παραιτηθεί από τον κύριο στόχο της εθνικής τους πολιτικής επιδιώκουν σήμερα να γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης με την ψήφο τη δική μας για να μπορούν αύριο-μεθαύριο να μας απειλούν από ισχυρότερη θέση, τότε θα είμαστε άξιοι της Μοίρας μας.»

Και για όσους δεν κατάλαβαν, επανέλαβε λίγο πιο κάτω:

«Γιατί μόνο εμείς οι Έλληνες μπορούμε να δώσουμε ή να μη δώσουμε το δικαίωμα στους Σκοπιανούς να οικειοποιούνται στο μέλλον μέσω του ονόματος ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ένα αναπόσπαστο από κάθε άποψη, ιστορική και πολιτισμική, τμήμα του Ελληνισμού. Για να το πω πιο απλά ώστε να γίνω κατανοητός, χρειάζεται η βούλα της Ελλάδας για να θεωρηθούν γνήσιοι Μακεδόνες και όχι χάρτινοι και νόθοι όπως είναι σήμερα.»


Και για όσους και πάλι δεν κατάλαβαν, το αν τα Σκόπια θα λέγονται Μακεδονία (Άνω, Κάτω ή όπως αλλιώς) είναι κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας.  Παρολαυτά,  επιλέγουμε να κατέβουμε σε μία διαπραγμάτευση, όπου και τα πέντε προτεινόμενα ονόματα του κύριου Νιμτς, εμπεριέχουν τον όρο Μακεδονία.

Το να κατεβαίνουμε σε διαπραγματεύσεις όσον αφορά στους όρους δανεισμού μας, νομίζω πως και ο τελευταίος από εσάς θα συμφωνήσει, δεν είναι κάτι για το οποίο έχουμε επιλογή, ειδικότερα μετά από τόσες υπογραφές. Το να κατεβαίνουμε όμως σε διαπραγμάτευση στην οποία αυτό που αρχικά μας προσφέρεται δεν είναι προς συμφέρον μας και όπου διατηρούμε το κυριαρχικό δικαίωμα του βέτο, απλά με ξεπερνά. 

Βγαίνοντας από την αίθουσα της μουσικής σχολής αρκετός κόσμος με ευχαρίστησε για αυτό που είπα. Λίγο μετά την έξοδο, κοιτώντας με αποδοκιμαστικά υπό γωνία, ακουμπώντας σε ένα τοίχο σαν να καθόταν σε δικαστικά έδρανα, ένας κύριος με χειρουργική μάσκα (!) μου είπε με στόμφο και αυταρέσκεια:

«Και οι φουτουριστές της Ιταλίας είχαν πει σημαντικά πράγματα, αλλά υποστήριζαν τον Μουσολίνι»

Δεν είχα ιδέα για τι μου μιλούσε και μάλλον το ξέραμε και οι δύο. Με τα χρόνια έχω μάθει όμως να αγνοώ το τι μου λέει ο άλλος και να επικεντρώνομαι στο γιατί μου το λέει. Ήταν σαφές, λοιπόν, πως αυτό που έπρεπε να ακούσω, από τον σπουδαγμένο διανοούμενο, ήταν το πως είμαι ένας μικρόμυαλος φασίστας. Κάτι το οποίο θα μπορούσα εύκολα να αγνοήσω, ευχαριστώντας τον που μου έδινε την ευκαιρία να μάθω περισσότερα για τους «φουτουριστές» (Όπως και φυσικά έκανα αργότερα την ίδια μέρα).  Η περιέργεια όμως καμιά φορά μας υπερνικά και έτσι τον ρώτησα τι ακριβώς εννοεί. Συνέχισε αναφερόμενος σε διάφορα άλλα παραδείγματα (όπως του Νταλί) για τα οποία εξακολουθούσα να μην έχω την παραμικρή γνώση. Άλλωστε στόχος του δεν ήταν να κάνουμε κάποιο διάλογο αλλά να μου υποδείξει το πόσα πολλά ξέρει αυτός και το πόσα λίγα ξέρω και καταλαβαίνω εγώ.  «Ενδιαφέρουσα μορφή προοδευτικής τρομοκρατίας» σκέφτηκα και αποφάσισα να συνεχίσω για λίγο τον διάλογο, μήπως και βγάλω καμιά άκρη, καταφεύγοντας σε τεχνικές του επαγγέλματος μου:

«Αυτό που ακούω να μου λέτε είναι πως επειδή η συγκέντρωση σήμερα είχε και ακροδεξιά στοιχεία, δεν έπρεπε να μιλήσει σε αυτήν ο Μίκης Θεοδωράκης;»

Άδικος κόπος. Η κασετούλα επανέλαβε την ατάκα για τους φουτουριστές, αυτή τη φορά πιο αργά και με περισσότερο στόμφο, μήπως και αξιωθώ, ο ηλίθιος, να κατανοήσω την αυτονόητη αστρονομική διαφορά επιπέδου που μας χώριζε και έτσι δέσω από μόνος μου, απολογούμενος και ντροπιασμένος το προοδευτικό,  φίμωτρο μου γύρω από το οπισθοδρομικό πρόσωπό μου, αποχωρώντας με σκυμμένος ώμους και την ουρά στα σκέλια . Αφού παρατήρησε μάλλον πως τον κοιτούσα αρκετά χαμένος, με ενημέρωσε πως δεν πρέπει να μπλέκουμε το μουσικό έργο ενός καλλιτέχνη με τις πράξεις του. Με εμένα τα είχε, με τον Μίκη Θεοδωράκη, ποιο ήταν ακριβώς το πρόβλημα αυτού του τύπου;

Στο μυαλό μου ήρθε η Αλέκα Παπαρήγα, σε συγκέντρωση της ΚΝΕ στην οποία είχα παραστεί πριν λίγα χρόνια στο πάρκο Τρίτση: «Η Αντιιμπεριαλιστική νομενκλατούρα δε θα βρει σύμμαχους τους προλετάριους αγωνιστές και ποτέ δε θα συμβιβαστούμε στις προσταγές του καπιταλιστικού συστήματος...»

Δεν είχα ιδέα τι έλεγε (ούτε φυσικά τι μόλις έγραψα) ή τι πρότεινε ή τι αντιπροσώπευε. Το μόνο που καταλάβαινα ήταν πως με κάτι διαφωνούσε, για κάτι διαμαρτυρόταν και πως αυτή ήταν η βάση όλου του επιχειρήματος. Και πως αν εγώ συμφωνούσα με κάτι που αυτή διαφωνούσε, τότε ήμουν απλά ηλίθιος και μέρος του συστήματος.

Από κάτω ακούστηκαν φωνές και πανηγυρισμοί. Η ΑΕΚ κέρδιζε τον Ολυμπιακό 1-2 μέσα στο Καραΐσκάκη με ένα γκολ στο 87’ και ένα στο 94’ και έμπαινε δυναμικά στη κούρσα του τίτλου για το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου μαζί με τον άλλο δικέφαλο, αυτόν της Θεσσαλονίκης. Ο Ολυμπιακός πλέον ήταν τρίτος. Η Νέα Φιλαδέλφεια ήταν σε ντελίριο. Μα πόσο καιρό είχαμε να το δούμε αυτό; Τα τελευταία 20 χρόνια ο Ολυμπιακός έχει πάρει τους 18 από τους 20 τίτλους και η ΑΕΚ πήρε για τελευταία φορά πρωτάθλημα το 1994.  Τελικά όλα είναι δυνατά. Ίσως και να μη υπογράψουμε τα χαρτιά του Νιμτς και ας μας κοστίσει αυτό λίγη νεοδιανοουμενίστικη, «προοδευτική» αυταρέσκεια.

Ευχαρίστησα τον κύριο και αποχώρησα.  Αν δεν υπογράψουμε θα τον βρω και θα τον αφήσω να μου πει τα πάντα για τους φουτουριστές και τον Νταλί και θα τον κοιτάω με γουρλωμένα μάτια όπως ένας δεινόσαυρος τον Αϊνστάιν κουνώντας συγκαταβατικά τη δεινοσαυρίσια κεφάλα μου.


Βασίλης Αντωνάς